αγευσία (ουσ. θηλ.) Μερική ή ολική απώλεια της αίσθησης της γεύσης, που οφείλεται σε βλάβες των γευστικών καλύκων της γλώσσας ή του φάρυγγα ◆ Συχνά η αγευσία συνοδεύεται και από ανοσμία, δηλαδή απώλεια αίσθησης της όσφρησης.
αγκωναψία (ουσ. θηλ.) Χαιρετισμός που γίνεται με άγγιγμα των αγκώνων, ώστε να αποφεύγεται η επαφή των χεριών μέσω της οποίας μπορεί να μεταδοθεί ένα παθογόνο ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Νεολογισμός που δημιουργήθηκε κατά το χειραψία .
αγωγή (ουσ. θηλ.) Σύνολο από ενέργειες που αποφασίζει ο γιατρός για να θεραπεύσει μία ασθένεια .
άδεια έκτακτης ανάγκης (ουσ. θηλ.)
Βλ. ειδική άδεια κυκλοφορίας ΑΛΛΙΩΣ: ειδική άδεια έκτακτης ανάγκης ◆
«Ο Αμερικανικός Οργανισμός Τροφίμων και Φαρμάκων έδωσε χτες, μέσω μίας κατεπείγουσας διαδικασίας ειδική άδεια έκτακτης ανάγκης για χρήση της ρεμδεσιβίρης σε ασθενείς με μέτρια ή βαριά νόσο COVID-19» [111]. «H αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) ανακάλεσε την άδεια έκτακτης ανάγκης για την υδροξυχλωροκίνη, το φάρμακο κατά της ελονοσίας, ως θεραπεία για την Covid-19, η χρήση της οποίας προωθείται από τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντ Τραμπ» [110].
αερογενείς προφυλάξεις (ουσ. θηλ., πληθ.) Οι προφυλάξεις που παίρνονται στο νοσοκομείο, εκτός από τις βασικές, και έχουν στόχο τη διακοπή της αερογενούς μετάδοσης μίας μολυσματικής νόσου .
αερόλυμα (ουσ. ουδ.) Μίγμα στερεών ή υγρών σωματιδίων που αιωρούνται σε ένα αέριο μέσο και είναι αρκετά μικρά και ελαφρά, ώστε να μην κατακάθονται εύκολα ως ίζημα ◆ Αερολύματα δημιουργούν τα σωματίδια με διάμετρο <10 μm, που παράγονται ακόμη και από απλή εκπνοή. Υπό συγκεκριμένες συνθήκες όμως, και μεγαλύτερα σταγονίδια μπορούν να εξελιχθούν και να σχηματίσουν αερολύματα σε κλειστούς χώρους.
αερόλυση (ουσ. θηλ.) Διάλυση ενός στερεού σώματος σε σωματίδια διαμέτρου κάτω από 10 μm, που αιωρούνται στον αέρα. Ειδικότερα στην ιατρική, ο όρος αναφέρεται πιο συγκεκριμένα σε σωματίδια, π.χ. μικροσκοπικά σταγονίδια, που περιέχουν μολυσματικό ιό ή βακτηρίδια .
αιχμή (ουσ. θηλ.)
Βλ. ακίδα .
αιώρημα (ουσ. ουδ.) 1.Ανομοιογενές μίγμα από στερεά σωματίδια, μικρότερα από 0,05 μm, διεσπαρμένα σε υγρό ή αέρα. 2.Το συστατικό του υγρού η αέριου μίγματος που αιωρείται και τελικά θα καθιζάνει, δηλαδή τα ίδια τα σωματίδια ◆ Χαρακτηριστικό γνώρισμα, με βάση το οποίο διακρίνουμε το αιώρημα από το διάλυμα είναι ότι, όταν το υγρό ισορροπήσει (μείνει ακίνητο), τα σωματίδια στο αιώρημα κατακάθονται ως ίζημα λόγω της βαρύτητας.
ακίδα (ουσ. θηλ.) Σχηματισμός πρωτεΐνης στην επιφάνεια του καψιδίου ή του ιικού φακέλου που προεξέχει σαν αγκάθι και έχει ως λειτουργία την προσκόλληση στην μεμβράνη των κυττάρων-στόχων του ξενιστή και την είσοδο του ιού σε αυτά
ΣΥΝ. αιχμήΒλ. και πεπλομερές.
αλκοολούχο διάλυμα (ουσ. ουδ.) Αντισηπτικό προϊόν με βάση την αλκοόλη, που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την προστασία από ένα παθογόνο .
αλυσίδα μετάδοσης (της νόσου) (ουσ. θηλ.) Το σύνολο από τους έξι παράγοντες που απαιτούνται για να ολοκληρωθεί η μετάδοση μίας λοίμωξης, που είναι οι εξής: ο παθογόνος παράγοντας, η πηγή, το σημείο (ή πύλη) εξόδου, ο τρόπος μετάδοσης, το σημείο (ή πύλη) εισόδου και ο ευάλωτος ξενιστής ◆ Η μετάδοση της λοίμωξης συμβαίνει όταν είναι παρόντα και τα έξι στοιχεία της αλυσίδας. Σπάζοντας οποιονδήποτε από τους κρίκους, μπορούμε να αποτρέψουμε τη μετάδοση.
αλυσιδωτή αντίδραση πολυμεράσης (ουσ. θηλ.)
Βλ. PCR .
άμεση επαφή (ουσ. θηλ.) Επαφή που γίνεται με άγγιγμα είτε των μολυσματικών εκκρίσεων (π.χ. βήχα) ενός ζωντανού φορέα μίας νόσου είτε του ίδιου του φορέα, και στις δύο περιπτώσεις χωρίς προστατευτικό εξοπλισμό .
αναγκαστική διάθεση (χώρων) (ουσ. θηλ.) Επίταξη χώρων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη έκτακτων αναγκών της δημόσιας υγείας ◆ «Για χρονικό διάστημα τεσσάρων (4) μηνών από τη δημοσίευση της παρούσας και εφόσον εξακολουθεί να υφίσταται άμεσος κίνδυνος εμφάνισης και διάδοσης κορωνοϊού, δύναται να διατάσσεται, με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Υγείας, η αναγκαστική διάθεση στο δημόσιο για κάλυψη αναγκών δημόσιας υγείας, κλινών ιδιωτικών θεραπευτηρίων και κλινικών, κλινών Μονάδων Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ), ξενοδοχείων, ιδιωτικών χώρων παροχής υπηρεσιών στέγασης, άλλων δημόσιων ιδιοκτησιών ή ιδιοκτησιών νομικών προσώπων δημοσίου δικαίου για την κάλυψη εκτάκτων αναγκών δημόσιας υγείας που συνδέονται με την αντιμετώπιση του κορωνοϊού, εφόσον αυτές δεν μπορούν να αντιμετωπισθούν με διαφορετικό τρόπο» [61].
αναζωπύρωση (ουσ. θηλ.) Αύξηση των κρουσμάτων της επιδημίας σε σχέση με τον αναμενόμενο αριθμό σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο και σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο .
ανακουφιστικός -ή -ό (επίθ.) Παρηγορικός .
αναμόλυνση (ουσ. θηλ.) Η εκ νέου εισβολή ενός παθογόνου σε οργανισμό που είχε ήδη μολυνθεί, νοσήσει και θεραπευτεί ◆ Η αναμόλυνση μπορεί να συμβεί όταν δεν έχει επιτευχθεί ανοσία στον οργανισμό από την προηγούμενη μόλυνση.
αναπνευστήρας (ουσ. αρσ.) Συσκευή μηχανικής υποστήριξης της αναπνοής που βοηθά τον ασθενή να αναπνέει αποφορτίζοντας τους αναπνευστικούς μύες και μπορεί, αν χρειαστεί, να επιτελέσει όλη την αναπνευστική λειτουργία για τον ασθενή ◆ Υπάρχουν πολλές ποικιλίες, από τους αναπνευστήρες έκτακτης ανάγκης που λειτουργούν με χειροκίνητη πίεση μίας σακούλας, έως τις πολύπλοκες ηλεκτρονικές συσκευές που επιτελούν αυτόματα όλη τη διαδικασία.
αναπνευστική ανεπάρκεια (ουσ. θηλ.) Κατάσταση στην οποία ο οργανισμός δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις ανάγκες οξυγόνωσης των ιστών και των οργάνων του ◆ Ο οργανισμός που βρίσκεται σε τέτοια κατάσταση, δεν έχει τα κατάλληλα επίπεδα οξυγόνου και διοξειδίου του άνθρακα στο αίμα.
αναπνευστική οδός (ουσ. θηλ.) Το σύνολο των οργάνων που επιτελούν τη λειτουργία της αναπνοής, δηλαδή της πρόσληψης και μεταφοράς οξυγόνου στους πνεύμονες και από εκεί σε όλα τα όργανα και σημεία του ανθρώπινου σώματος, ενώ παράλληλα, με αντίστροφη πορεία, αποβάλλεται το διοξείδιο του άνθρακα από τους πνεύμονες ◆ Η αναπνευστική οδός χωρίζεται σε δύο τμήματα, την ανώτερη και την κατώτερη αναπνευστική οδό.
αναπνευστικό σύνδρομο Μέσης Ανατολής (ουσ. ουδ.) Λοιμώδης νόσος του αναπνευστικού συστήματος, που οφείλεται στον κορονοϊό MERS-CoV. Προκαλεί συμπτώματα παρόμοια με εκείνα της γρίπης, όπως πυρετός, βήχας, δύσπνοια, μυαλγία και εξασθένιση και μπορεί να οδηγήσει σε σοβαρή πνευμονία και αναπνευστική ανεπάρκεια
ΑΛΛΙΩΣ: ΑΣΜΑ ◆
Η διαφορά από το σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο (ΣΟΑΣ) είναι ότι προκαλείται από άλλο ιό (αν και της ίδιας οικογένειας).
αναπνευστικός ιός (ουσ. αρσ.) Ιός που μεταδίδεται μέσω σταγονιδίων και/ή μέσω αέρος ◆ Οι αναπνευστικοί ιοί είναι μία από τις συχνότερες αιτίες του άσθματος, με σημαντικό αντίκτυπο στη νοσηρότητα και τη θνησιμότητα παγκοσμίως, κυρίως στα παιδιά.
αναρρώνω (ρήμα, αμτβ.) 1.Ξεκουράζομαι και αναλαμβάνω δυνάμεις αμέσως μετά από τη θεραπεία από μία ασθένεια. 2.Επανέρχομαι στην πρότερη κατάσταση, αφού θεραπευτώ από μία ασθένεια .
ανάρρωση (ουσ. θηλ.) 1.Περίοδος κατά την οποία κάποιος αναρρώνει.2.Κατάσταση αυτού που αναρρώνει .
αναστολή επιχειρηματικής δραστηριότητας (ουσ. θηλ.) Προσωρινή διακοπή των δραστηριοτήτων μίας επιχείρησης που γίνεται υποχρεωτικά, με εντολή δημόσιας αρχής, στο πλαίσιο των μέτρων για την αντιμετώπιση του κορονοϊού .
αναστολή λειτουργίας καταστημάτων και επιχειρήσεων (ουσ. θηλ.) Ένα από τα μέτρα που παίρνονται για να διακοπεί η εξάπλωση της νόσου, το οποίο αφορά καταστήματα και επιχειρήσεις που ορίζονται με νόμο, διάταγμα ή άλλη νομοθετική πράξη .
αναστολή σύμβασης (ουσ. θηλ.) Προσωρινή διακοπή σύμβασης εργασίας την οποία έχει το δικαίωμα να αποφασίσει ένας εργοδότης του ιδιωτικού τομέα που πλήττεται από τα μέτρα για την αντιμετώπιση του κορονοϊού ◆ Η αναστολή των συμβάσεων εργασίας μπορεί να εφαρμοστεί μέχρι ένα μήνα από τη δημοσίευση της ΠΝΠ, με δυνατότητα παράτασης με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, λαμβάνοντας υπόψη την πορεία εξέλιξης του φαινομένου [61].
ανίχνευση (ουσ. θηλ.) Συστηματική αναζήτηση στοιχείων που πιστοποιούν την ύπαρξη μίας νόσου σε έναν οργανισμό και η οποία γίνεται συνήθως με εργαστηριακή μέθοδο ◆ «Η εύρεση της αλληλουχίας του 2019-nCoV επέτρεψε την ανάπτυξη μοριακών εξετάσεων real time PCR για την ειδική ανίχνευση του ιού αυτού. Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό δεδομένου ότι, ταυτόχρονα με τον νέο ιό, κυκλοφορούν τη χειμερινή περίοδο και οι άλλοι ιοί Corona που προαναφέρθηκαν και που προσβάλλουν τον άνθρωπο. Επομένως, η ειδική ανίχνευση του ιού επιτρέπει τον διαχωρισμό του νέου ιού από τους συνήθεις Corona ιούς που προκαλούν ήπια νόσηση και αποτρέπει ‘ψεύτικους’ συναγερμούς» [39].
ανιχνευτική εξέταση (ουσ. θηλ.) Εξέταση που γίνεται με στόχο τον προκαταρκτικό εντοπισμό μίας νόσου, πριν αυτή αρχίσει να εξαπλώνεται
ΣΥΝ. εξέταση διαλογής,
προσυμπτωματικός έλεγχος ◆
Τέτοιες εξετάσεις μπορούν να συμβάλουν στην εύκολη, φθηνή και γρήγορη αναγνώριση νοσημάτων και στον διαχωρισμό φαινομενικώς υγιών ατόμων που πιθανώς πάσχουν από ένα νόσημα από αυτά που πιθανώς είναι υγιή.
ανιχνευτική εξέταση στα σύνορα (φράση) Ανιχνευτική εξέταση που γίνεται κατά την άφιξη σε ένα κράτος ή κατά την αναχώρηση από αυτό .
ανιχνεύω (ρήμα) Αναζητώ στοιχεία που πιστοποιούν την ύπαρξη μίας νόσου σε έναν οργανισμό, κατά κανόνα με εργαστηριακή μέθοδο .
ανοικτός πληθυσμός (ουσ. αρσ.) Σύνολο ατόμων του οποίου τα μέλη δεν είναι σταθερά, γιατί η χαρακτηριστική ιδιότητα την οποία μοιράζονται μπορεί να μεταβάλλεται
ΣΥΝ. δυναμικός πληθυσμός ◆
Παραδείγματα ανοικτών πληθυσμών μπορεί να είναι οι κάτοικοι μίας πόλης, οι νοσηλευόμενοι σε ένα νοσοκομείο κλπ.
ανοσία (ουσ. θηλ.) Κατάσταση ή ιδιότητα ενός οργανισμού να ανθίσταται στην εισβολή μίας σειράς μολυσματικών παραγόντων παρεμποδίζοντας την ανάπτυξη συγκεκριμένων κάθε φορά λοιμώξεων ή των επιπτώσεων και των προϊόντων τους
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Η αρχική σημασία < ελνστ. ἀνοσία ήταν «το να μην πάσχει κανείς από κάποιο νόσημα» < α (στερητ.) + -νοσ- < νόσος). Η σημερινή σημασία είναι σημασιολογικό δάνειο από το γαλλ. immunité < λατ. immunitas “απαλλαγή” (π.χ. από φόρους)
Βλ. και συλλογική ανοσία,
εγγενής ανοσία,
ενεργητική ανοσία,
παθητική ανοσία,
επίκτητη ανοσία ◆
Η ανοσία επιτυγχάνεται χάρη σε ένα σύνολο αποτελεσματικών, ειδικών και μη ειδικών, αμυντικών μηχανισμών έναντι μίας λοίμωξης.
ανοσμία (ουσ. θηλ.) Μερική ή ολική απώλεια της αίσθησης της όσφρησης, που οφείλεται σε βλάβες των οσφρητικών νευρικών απολήξεων της μύτης
ΑΛΛΙΩΣ: αοσμία ΣΥΝ. ανοσφρησία,
οσφρητική αναισθησία ◆
Συχνά η ανοσμία συνοδεύεται και από αγευσία, δηλαδή απώλεια αίσθησης της γεύσης [16].
ανοσογονικότητα (ουσ. θηλ.) Η δυνατότητα ενός λοιμογόνου παράγοντα να δημιουργεί ανοσία στον ξενιστή .
ανοσολογική μνήμη (ουσ. θηλ.) Ιδιότητα του ανοσολογικού συστήματος να αναγνωρίζει άμεσα, μέσω ειδικών κυττάρων και προϊόντων τους (αντισωμάτων), τα παθογόνα με τα οποία έχει έρθει σε επαφή στο παρελθόν και να τα αντιμετωπίζει αποτελεσματικά, εμποδίζοντας μία νέα λοίμωξη από αυτά ή μειώνοντας τη βαρύτητά της ◆ Η ανοσολογική μνήμη είναι η ιδιότητα της ειδικής άμυνας του οργανισμού στην οποία βασίζεται η επίκτητη ανοσία.
ανοσολογικός -ή -ό (επίθ.) Βλ. ανοσοποιητικός, -ή, -ό .
ανοσοποίηση (ουσ. θηλ.) Ανάπτυξη ανοσίας σε έναν ζωντανό οργανισμό ◆ Η ανοσοποίηση επιτυγχάνεται ή μετά τη λοίμωξη από παθογόνο ή μετά από εμβολιασμό.
ανοσοποιητικό σύστημα (ουσ. ουδ.) Σύστημα οργάνων, κυττάρων και βιολογικών μηχανισμών υπεύθυνο για την άμυνα του οργανισμού
ΣΥΝ. ανοσολογικό σύστημα.
ανοσοποιητικός -ή -ό (επίθ.) Που σχετίζεται με την ανοσοποίηση, την ανάπτυξη ανοσίας σε έναν ζωντανό οργανισμό, που προκαλεί ανοσία, που ανοσοποιεί ΣΥΝ. ανοσολογικός.
ανοσοποιώ (ρήμα) Προκαλώ ανοσία, κάνω έναν οργανισμό να ανθίσταται στην εισβολή μίας σειράς μολυσματικών παραγόντων .
άνοσος -η -ο (επίθ.) Που έχει ανοσία, φυσική ή επίκτητη, απέναντι σε έναν ή περισσότερους συγκεκριμένους μολυσματικούς παράγοντες .
αντιγόνο (ουσ. ουδ.) Ουσία, έμβια ή μη, η οποία, όταν εισέρχεται σε έναν οργανισμό, αναγνωρίζεται ως ξένη από κύτταρα ειδικά για αυτόν τον σκοπό (Β και Τ λεμφοκύτταρα) και προκαλεί ειδική ανοσολογική απάντηση του οργανισμού (αντισώματα)
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: αντι- + γόν(ος) μεταφραστικό δάνειο από το γαλλ. antigène
ΑΛΛΙΩΣ: Σύμβολο: Ag
Βλ. και αυτοαντιγόνο ◆
Βασική προϋπόθεση για την αναγνώριση των αντιγόνων είναι να έχουν ικανό μέγεθος, κάτι που ισχύει για αρκετές οργανικές ενώσεις με μεγάλο μοριακό βάρος (πρωτεΐνες, λιπίδια, νουκλεϊκά οξέα και άλλα).
αντιιικό (ουσ. ουδ.) Ουσία που διαταράσσει τον κύκλο αντιγραφής ενός ή περισσότερων ιών, έτσι ώστε να επιβραδύνει ή και να εξαλείψει μία ιογενή λοίμωξη ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Για τα τρία ι βλ. αντιιικός -ή -ό (επίθ.) ΑΛΛΙΩΣ: αντιικός, αντιϊικός .
αντιιικός -ή -ό (επίθ.) Που καταπολεμά έναν ιό ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Τα τρία ι εξηγούνται από το γεγονός ότι το επίθετο που προκύπτει από τη λέξη ιός είναι ιικός (ένα γιώτα από το θέμα κι ένα από την παραγωγική κατάληξη -ικός), οπότε αν προηγηθεί το αντί- έχουμε αντιιικός. Συχνά, στη γραφή απλοποιείται σε αντιικός, με δύο ι, παρόλο που οι περισσότεροι ομιλητές προφέρουν /andiiikos/. Η γραφή αντιϊικός, με διαλυτικά, προφανώς προέρχεται από την εντύπωση ότι τα συνεχόμενα γιώτα σχηματίζουν δίφθογγο ΑΛΛΙΩΣ: αντιικός, αντιϊικός ◆ Τα αντιιικά φάρμακα σπάνια σταματούν την εξάπλωση μίας ιογενούς λοίμωξης, είναι όμως αποτελεσματικά για την καταπολέμηση των ιών εν αναμονή της ανάπτυξης εμβολίου, που είναι ο κύριος γνωστός τρόπος για την εξάλειψή τους.
αντιϊικός -ή -ό (επίθ.) Βλ. αντιιικός -ή -ό ΑΛΛΙΩΣ: αντιικός, αντιιικός .
αντιικός -ή -ό (επίθ.) Βλ. αντιιικός -ή -ό ΑΛΛΙΩΣ: αντιιικός, αντιϊικός .
αντισηπτικό (ουσ. ουδ.) Χημική ουσία που επιτυγχάνει εξάλειψη των περισσότερων ή όλων των αναγνωρισμένων παθογόνων, αλλά όχι απαραίτητα και όλων των μορφών τους, από το δέρμα και τους ιστούς
Βλ. και απολυμαντικό,
αποστειρωτικό.
αντισηψία (ουσ. θηλ.) Η διαδικασία με την οποία επιτυγχάνεται με χημικά μέσα η εξάλειψη, η μερική καταστροφή ή η αναστολή του πολλαπλασιασμού των περισσότερων μικροοργανισμών που βρίσκονται σε ζωντανούς ιστούς (δέρματος, βλεννογόνων, συγκεκριμένων οργάνων…)
Βλ. και απολύμανση,
αποστείρωση ◆
Υπάρχουν, όμως, και λανθάνουσες μορφές ζωής (σπόροι ή σπόρια μικροοργανισμών) που δεν επηρεάζονται από την αντισηψία.
αντίσωμα (ουσ. ουδ., συνήθως στον πληθυντικό) Πρωτεΐνη ειδικής μορφής που παράγεται από τα Β λεμφοκύτταρα ειδικά για να μπορεί να προσκολλάται στο αντιγόνο για το οποίο δημιουργήθηκε και να το εξουδετερώνει ή να το αδρανοποιεί, αποτελώντας έτσι τον κύριο μηχανισμό της επίκτητης ανοσίας ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: < αντι- + σώμα, μεταφραστικό δάνειο από το γαλλ. anticorps ◆ Τα αντισώματα διακρίνονται σε IgG (μνήμης) και IgM (οξείας φάσης). Είναι τελείως ειδικά προς το αντιγόνο για το οποίο παράγονται, όπως το κλειδί για μία κλειδαριά. Είναι επίσης ο κύριος μηχανισμός της επίκτητης ανοσίας επειδή ορισμένα από τα ενεργοποιημένα Β λεμφοκύτταρα μεταναστεύουν στον μυελό των οστών και συνεχίζουν να εκκρίνουν μικρές ποσότητες αντισωμάτων για μήνες ή και χρόνια, άσχετα από την παρουσία αντιγόνου, ενώ άλλα μεταπίπτουν σε Β κύτταρα μνήμης ικανά να παραγάγουν πολύ γρήγορα τεράστιες ποσότητες αντισωμάτων σε επόμενη προσβολή από το ίδιο παθογόνο.
ανωνυμοποίηση (ουσ. θηλ.) Η αλλοίωση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ώστε να μην μπορούν να αποδοθούν σε συγκεκριμένο ή σε δυνάμενο να αναγνωρισθεί φυσικό πρόσωπο με κανένα τρόπο ◆ Τα δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα που έχουν καταστεί ανώνυμα με τέτοιον τρόπο ώστε το άτομο να μην είναι ή να μην είναι πια ταυτοποιήσιμο δεν θεωρούνται πλέον δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα. Για να είναι όμως πραγματικά ανώνυμα τα δεδομένα, η ανωνυμοποίηση πρέπει να είναι μη αντιστρέψιμη [60].
ανώτερη αναπνευστική οδός (ουσ. θηλ.) Το τμήμα της αναπνευστικής οδού που περιλαμβάνει τη μύτη, τον φάρυγγα, τον λάρυγγα, και την τραχεία .
αξιολόγηση από κριτές (ουσ. θηλ.) Αξιολόγηση μίας προς δημοσίευση μελέτης από επιστήμονες ειδικούς στο αντικείμενο που πραγματεύεται, ώστε να εξασφαλιστεί η εγκυρότητα και η αξιοπιστία της ◆ Σε περιπτώσεις όπου η επιστημονική κοινότητα χρειάζεται επειγόντως μία πληροφορία, η διαδικασία αυτή μπορεί να καθυστερεί την δημοσίευση των ευρημάτων, για το λόγο αυτό γίνονται προδημοσιεύσεις.
απαγόρευση εισόδου και εξόδου από τη χώρα (φράση) Ένα από τα μέτρα που παίρνονται για να διακοπεί η εξάπλωση της νόσου από πολίτες που προέρχονται από ή μεταβαίνουν σε πληττόμενες περιοχές του εξωτερικού
Βλ. και κλείσιμο συνόρων ◆
«Δεν είναι πάντως δυνατή η απαγόρευση εισόδου στην Ελληνική Επικράτεια σε Έλληνα πολίτη. Για την εφαρμογή της παρούσας, οι πληττόμενες περιοχές από τον κορωνοϊό COVID-19 προσδιορίζονται ανά περίπτωση, με απόφαση του Υπουργού Υγείας, κατόπιν εισήγησης του Εθνικού Οργανισμού Δημόσιας Υγείας» [61].
απαγόρευση κυκλοφορίας (ουσ. θηλ.) Περιοριστικό μέτρο που υποχρεώνει τους πολίτες να μετακινούνται σε καθορισμένες ώρες και/ή μόνο ύστερα από άδεια, με στόχο να διακοπεί η εξάπλωση της νόσου .
αποδρομή (ουσ. θηλ.) Φάση κατά την οποία μία νόσος ή ένα σύμπτωμα πλησιάζει προς το τέλος, τείνει να εξαφανιστεί
ΣΥΝ. ύφεσηΑΝΤ. έξαρση ◆
Στα αγγλικά, η τυποποιημένη φράση in remission (σε αποδρομή) αντιδιαστέλλεται με τη φράση in progress = in development (όταν μιλάμε για ασθένειες).
απολυμαίνω (ρήμα) Καταστρέφω ένα ή περισσότερα παθογόνα με χρήση απολυμαντικού .
απολύμανση (ουσ. θηλ.) Η διαδικασία με την οποία επιτυγχάνεται με χημικά μέσα η εξάλειψη, η μερική καταστροφή ή η αναστολή του πολλαπλασιασμού των περισσότερων μικροοργανισμών που βρίσκονται σε αντικείμενα και/ή κλειστούς χώρους
Βλ. και αντισηψία,
αποστείρωση ◆
Όπως και στην περίπτωση της αντισηψίας, ορισμένες λανθάνουσες μορφές ζωής (σπόροι ή σπόρια μικροοργανισμών) δεν επηρεάζονται από την απολύμανση.
απολυμαντικό (ουσ. ουδ.) Χημική ουσία ή μίγμα ουσιών που επιτυγχάνει εξάλειψη, μερική καταστροφή ή αναστολή του πολλαπλασιασμού των περισσότερων μικροοργανισμών που βρίσκονται σε αντικείμενα και/ή κλειστούς χώρους, με την εξαίρεση ενός μικρού ποσοστού ιδιαίτερα ανθεκτικών μορφών (σπόροι ή σπόρια μικροοργανισμών)
Βλ. και αποστειρωτικό,
αντισηπτικό ◆
Τα απολυμαντικά είναι επικίνδυνα όταν εισέρχονται στον ανθρώπινο οργανισμό, π.χ. σε περίπτωση κατάποσης, ένεσης ή εισπνοής.
απομόνωση (ουσ. θηλ.) Σύνολο περιοριστικών μέτρων που παίρνονται για να εμποδιστεί η μετάδοση μίας νόσου (π.χ. χωριστός χώρος αναμονής) από άτομα που έχουν προσβληθεί και το οποίο διαρκεί για όσο τα άτομα αυτά ενδέχεται να μεταδίδουν τη νόσο
Βλ. και καραντίνα ◆
Η διαφορά από την καραντίνα συνίσταται στο γεγονός ότι η απομόνωση αφορά επιβεβαιωμένα κρούσματα [41]. Στις επιστήμες της υγείας, ο όρος έχει πιο στενή έννοια από ό,τι στη γενική γλώσσα. Η απομόνωση αναφέρεται στο διαχωρισμό νοσούντων από μεταδοτική νόσο και υγιών, και μπορεί να είναι πλήρης, με εγκλεισμό του ασθενούς, ή να περιορίζεται στις οδούς μετάδοσης (αναπνευστική απομόνωση, εντερική απομόνωση κλπ.) [03].
αποπαγκοσμιοποίηση (ουσ. θηλ.) Μείωση της αλληλεξάρτησης των εθνικών οικονομιών, σε μία προσπάθεια πιο δίκαιης κοινωνικής και οικολογικής οργάνωσης της οικονομίας ◆ Αν και ο όρος εμφανίζεται τουλάχιστον από το 2002 (Bello, Walden: Deglobalization, ideas for a New World Economy, Londron/New-York, 2002), η πανδημία COVID-19 συντέλεσε ιδιαίτερα στη διάδοσή του.
αποστειρώνω (ρήμα) Καταστρέφω ένα ή περισσότερα παθογόνα με χρήση αποστειρωτικού .
αποστείρωση (ουσ. θηλ.) Η πλήρης εξάλειψη ή καταστροφή όλων των μικροοργανισμών και μορφών μικροβιακής ζωής από άψυχα αντικείμενα
Βλ. και απολύμανση,
αντισηψία ◆
Η αποστείρωση είναι απόλυτη έννοια, διαφορετική και από την απολύμανση και από τον καθαρισμό (που είναι η απομάκρυνση των ξένων υλών από ένα αντικείμενο), δεν ισχύει, όμως, για ζωντανούς οργανισμούς.
αποστειρωτικό (ουσ. ουδ.) Χημική ουσία που επιτυγχάνει εξάλειψη όλων των μικροοργανισμών και μορφών μικροβιακής ζωής από άψυχα αντικείμενα
Βλ. και απολυμαντικό,
αντισηπτικό.
αποσυρθείς -είσα -έν (μτχ.) (για ασθενή) Που παύει να αποτελεί μέρος του πληθυσμού είτε επειδή έχει νοσήσει και έχει ιαθεί αναπτύσσοντας ανοσία ή έχει καταλήξει είτε λόγω απομόνωσης ή μετακίνησης .
αποσωληνώνω (ρήμα, μτβ.) Αποσυνδέω διασωληνωμένο ασθενή από τον αναπνευστήρα .
αποσωλήνωση (ουσ. θηλ.) Αποδέσμευση από τον αναπνευστήρα, ώστε ο ασθενής να αρχίσει να αναπνέει μόνος του ύστερα από μία διαδικασία διασωλήνωσης
Βλ. και διασωλήνωση.
απόχρεμψη (ουσ. θηλ.) Αποβολή εκκρίσεων με προέλευση από τους βρόγχους και από το ανώτερο αναπνευστικό σύστημα που εξέρχονται από το στόμα κατά τη διάρκεια του βήχα .
αρνητικό αποτέλεσμα (ουσ. ουδ.) 1.(για τεστ ανίχνευσης ιού) Το αποτέλεσμα του τεστ ανίχνευσης που δείχνει ότι το υπό διερεύνηση άτομο δεν είναι μολυσμένο από τον υπό ανίχνευση παράγοντα. 2.(για τεστ ανίχνευσης αντισωμάτων) Το αποτέλεσμα του τεστ ανίχνευσης ότι το υπό διερεύνηση άτομο δεν διαθέτει αντισώματα έναντι του υπό διερεύνηση παθογόνου .
αρνητικοποίηση (ουσ. θηλ.) Η μείωση, έως και εξαφάνιση, του ιικού φορτίου και των αντιγόνων σε έναν πάσχοντα οργανισμό, που συνήθως οφείλεται στην αποτελεσματικότητα της θεραπείας
ΣΥΝ. μετατροπή.
άρση (περιοριστικών) μέτρων (ουσ. θηλ.) Κατάργηση, παύση της ισχύος των προληπτικών και περιοριστικών μέτρων ή των μέτρων επιδημιολογικής επιτήρησης που έχουν ληφθεί για τον περιορισμό μίας επιδημίας .
ασθένεια (ουσ. θηλ.) Οποιαδήποτε κατάσταση, σωματική, ψυχική ή διανοητική, εμποδίζει τη φυσιολογική λειτουργικότητα και συνήθως συνδέεται με προσβολή ή και βλάβη ενός ή περισσότερων οργάνων
ΣΥΝ. αρρώστια,
νόσος,
πάθηση ◆
Χρησιμοποιούμε εδώ ως γενικό όρο τη λέξη ασθένεια, αν και στην ιατρική συχνότερος είναι ο συνώνυμος όρος νόσος.
ασθενής μηδέν (ουσ. διγενές) 1.Το πρώτο άτομο που διαγιγνώσκεται ως φορέας μίας νέας ασθένειας. 2.Το άτομο που εισάγει έναν νέο ιό σε μία περιοχή (κράτος, πόλη…) η οποία, στη συνέχεια, πλήττεται από μία επιδημία. Αυτό σημαίνει ότι μπορεί να υπάρχουν πολλοί ασθενείς μηδέν για την ίδια επιδημία (ασθενής μηδέν της Covid-19, ασθενής μηδέν στην Κίνα, ασθενής μηδέν στην Ιταλία...) ◆ Ο εντοπισμός του ασθενούς μηδέν είναι σημαντικός για να βρεθούν οι επαφές του και να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες για να αναχαιτιστεί η επιδημία. Από κοινωνική άποψη όμως, χρειάζεται προσοχή γιατί ένας τέτοιος χαρακτηρισμός μπορεί να οδηγήσει σε στιγματισμό και δαιμονοποίηση, όχι μόνο συγκεκριμένων ατόμων, αλλά και ολόκληρης κοινότητας, όπως π.χ. έγινε στην περίπτωση του AIDS/HIV.
άσκοπη μετακίνηση (ουσ. θηλ.) Κάθε μετακίνηση που σχετίζεται με λόγους που δεν προβλέπονται και δεν θεωρούνται αποδεκτοί στη διάρκεια της απαγόρευσης κυκλοφορίας .
ασυμπτωματικός -ή -ό (επίθ.) 1.Άτομο που νοσεί αλλά δεν εμφανίζει συμπτώματα, με αποτέλεσμα να είναι δύσκολη η διάγνωση, κυρίως επειδή δεν αναζητά ιατρική συμβουλή. 2.Φάση μίας νόσου που δεν εμφανίζει συμπτώματα ΑΝΤ. συμπτωματικός -ή -όΒλ. και ολιγοσυμπτωματικός -ή –ό, προσυμπτωματικός -ή –ό.
ατομική ευθύνη (ουσ. θηλ.) Υποχρέωση του ατόμου να φροντίζει για την πρόληψη και τη διαχείριση της νόσου, και κυρίως για τη μείωση της διάδοσής της ◆ Η άποψη ότι η αναχαίτιση της πανδημίας μπορεί να βασιστεί πρωταρχικά στην ατομική ευθύνη επικρίθηκε σοβαρά από όσους ζήτησαν από την πολιτεία να λάβει μέτρα όπως προσλήψεις προσωπικού υγείας, προμήθεια εξοπλισμού ατομικής προστασίας, επίταξη του ιδιωτικού τομέα υγείας, μαζική διενέργεια τεστ κλπ.
άτομο υπό διερεύνηση (ουσ. ουδ.) Άτομο που είχε στενή επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα της νόσου ή/και ήταν μάρτυρας επιδημικής έξαρσης και για τον λόγο αυτό πρέπει να υποβληθεί σε τεστ και να τεθεί σε καραντίνα ή απομόνωση, είτε εμφανίζει τα συμπτώματα της νόσου είτε όχι .
αυτοαντιγόνο (ουσ. ουδ.) Στοιχείο ενός οργανισμού που δεν αναγνωρίζει ως δικό του, συνήθως επειδή έχει υποστεί εκφύλιση ή επειδή το σύστημα αναγνώρισης του οργανισμού έχει υποστεί βλάβη, και για τον λόγο αυτό αντιμετωπίζεται ως αντιγόνο .
αυτοαπομονώνομαι (ρήμα, αμτβ.) Θέτω τον εαυτό μου σε απομόνωση με στόχο να βοηθήσω στην πρόληψη της εξάπλωσης μίας μεταδοτικής νόσου της οποίας είμαι φορέας
ΑΛΛΙΩΣ: αυτο-απομονώνομαι .
αυτοαπομόνωση (ουσ. θηλ.) Απομόνωση στην οποία ένας φορέας μεταδοτικής νόσου τίθεται οικειοθελώς για να βοηθήσει στην πρόληψη της εξάπλωσής της
ΑΛΛΙΩΣ: αυτο-απομόνωση ◆
Η αυτοαπομόνωση βασίζεται στην παραμονή στο σπίτι, χωρίς καμία έξοδο, ούτε επαφή με άλλα άτομα. H διαφορά από την εθελοντική καραντίνα συνίσταται στο γεγονός ότι η αυτοαπομόνωση αφορά επιβεβαιωμένα κρούσματα, η διάκριση, όμως, δεν τηρείται αυστηρά, π.χ.: «Σε αυτοαπομόνωση μπήκε ο κυβερνήτης της Λομβαρδίας, αφότου μία συνεργάτις του βρέθηκε θετική στον κορωνοϊό» [69].
αυτοπαρακολούθηση (ουσ. θηλ.) Η συστηματική παρατήρηση για πιθανή εμφάνιση συμπτωμάτων μίας ασθένειας εκ μέρους κάποιου που νοσεί ή που κινδυνεύει να νοσήσει, και η οποία γίνεται με οδηγίες γιατρού ◆ Στη διάρκεια μίας επιδημίας, το προσωπικό των υπηρεσιών υγείας έχει οδηγίες για συνεχή αυτοπαρακολούθηση, π.χ. με καθημερινή θερμομέτρηση.
δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα (ουσ. ουδ., πληθ.) Κάθε πληροφορία που αφορά, άμεσα ή έμμεσα, την ταυτοποίηση ενός φυσικού προσώπου (όνομα, αριθμός ταυτότητας, δεδομένα θέσης, παράγοντες που προσιδιάζουν στη σωματική, γενετική, ψυχολογική, οικονομική, κοινωνική ταυτότητα κλπ.) .
δείγμα (ουσ. ουδ.) Μικρή ποσότητα από υγρό ή ιστό που λαμβάνεται με καθορισμένη διαδικασία από έναν ζωντανό οργανισμό για να χρησιμοποιηθεί στη διερεύνηση μίας πιθανής νόσου ◆ Για τον SARS-CoV-2 μπορούν να εξεταστούν διάφορα είδη δειγμάτων: α. Ρινοφαρυγγικό επίχρισμα β. Στοματοφαρυγγικό επίχρισμα γ. Πτύελα δ. Τραχειακές εκκρίσεις ε. Βρογχοκυψελιδικό έκπλυμα ς. Βιοψία πνεύμονα (μεταθανάτιο δείγμα) [23].
δείγμα πληθυσμού (ουσ. ουδ.) Υποσύνολο ενός πληθυσμού επί του οποίου γίνονται στατιστικές μετρήσεις ◆ Εάν το δείγμα δεν είναι τυχαίο και αντιπροσωπευτικό, οι μετρήσεις δεν μπορούν να περιγράψουν αξιόπιστα όλο τον πληθυσμό.
δειγματοληψία (ουσ. θηλ.) Η λήψη δείγματος κατάλληλου υλικού (ιστός, ούρα, κόπρανα, αίμα κλπ.) που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για εργαστηριακές εξετάσεις ◆ Η δειγματοληψία πρέπει να γίνεται από εξειδικευμένο προσωπικό και με καθορισμένη διαδικασία, ώστε να εξασφαλίζεται η επάρκεια και η καταλληλόλητα του δείγματος.
δείκτης θνητότητας (ουσ. αρσ.)
Βλ. θνητότητα .
δείκτης R0 (ουσ. αρσ.) Επιδημιολογικός δείκτης που υποδεικνύει τον ρυθμό εξάπλωσης (αλλιώς «βασικό ρυθμό αναπαραγωγής») μίας νόσου σε έναν πληθυσμό, όταν δεν υπάρχει ανοσία από προηγούμενες εκθέσεις ή εμβολιασμούς, ούτε σκόπιμη παρέμβαση στη μετάδοση. Ο δείκτης δηλώνει τον μέσο αριθμό δευτερογενών κρουσμάτων, δηλαδή των νέων κρουσμάτων που δημιουργεί κάθε μολυσμένο άτομο, έως ότου αποσυρθεί από τον ευάλωτο πληθυσμό (λόγω απομόνωσης, ίασης ή θανάτου). Πρακτικά: R0 > 1: ο αριθμός των κρουσμάτων αυξάνεται. R0 = 1: ο αριθμός των κρουσμάτων είναι σταθερός. R0 < 1: ο αριθμός των κρουσμάτων μειώνεται ◆ Ο R0 είναι ανάλογος του αριθμού επαφών ενός μολυσμένου ατόμου με ευάλωτα άτομα, της πιθανότητας μετάδοσης σε μία επαφή και της διάρκειας της περιόδου μολυσματικότητας. Όταν η μετάδοση εξαρτάται από τον άνθρωπο, η ανοσία ενός ποσοστού του πληθυσμού μπορεί να βοηθήσει ολόκληρη την κοινότητα, εάν οδηγήσει σε μείωση του ρυθμού αναπαραγωγής σε λιγότερο από ένα (R0<1), οπότε η ασθένεια θα εξαλειφθεί: έτσι π.χ. εξαφανίστηκε η διφθερίτιδα από κοινότητες στις οποίες είχε ανοσοποιηθεί το 75% των παιδιών.
δείκτης Rt (ουσ. αρσ.) Επιδημιολογικός δείκτης που υποδεικνύει τον μέσο αριθμό δευτερογενών κρουσμάτων που μολύνονται από κάθε επιβεβαιωμένο κρούσμα σε έναν πληθυσμό που αποτελείται από ευαίσθητους και από μη ευαίσθητους ξενιστές, και σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Έτσι, για κάθε χρονική στιγμή t: Εάν R > 1, ο αριθμός των περιπτώσεων αυξάνεται, όπως στην αρχή μίας επιδημίας. Εάν R = 1, η ασθένεια είναι ενδημική. Εάν το R (t) < 1, η επιδημία βρίσκεται σε παρακμή και μπορεί να θεωρηθεί ότι είναι υπό έλεγχο
ΑΛΛΙΩΣ: Rt,
R(t) ◆
Ο δείκτης Rt συνήθως χρησιμοποιείται για να απεικονίσει πόσο μολυσματική είναι μία ασθένεια. Είναι δυναμικός δείκτης του οποίου η τιμή μειώνεται χάρη στη μείωση των ευπαθών ατόμων και στην εφαρμογή μέτρων ελέγχου, επομένως η χρησιμότητά του αναδεικνύεται αφού αρχίσουν οι υγειονομικές παρεμβάσεις.
δεσοξυριβονουκλεϊκό οξύ (ουσ. ουδ.) Ένα από τα δύο κύρια νουκλεϊνικά οξέα του ανθρώπινου οργανισμού, φορέας των γενετικών πληροφοριών του κυττάρου που μεταβιβάζονται από γενιά σε γενιά και ρυθμιστής της εξειδίκευσης κάθε κυττάρου ως προς την επιτέλεση των λειτουργιών του
ΑΛΛΙΩΣ: DNA,
ντιενέι ◆
Το σύνολο των μορίων DNA που υπάρχουν σε ένα κύτταρο αποτελούν το κύριο γενετικό υλικό του. Το υλικό αυτό μπορεί να μεταλλάσσεται, επιτρέποντας τη δημιουργία γενετικής ποικιλότητας.
δεύτερο (επιδημικό) κύμα (ουσ. ουδ.) Επανεμφάνιση μίας επιδημίας που είχε αρχίσει να υποχωρεί ◆ Ελλείψει εμβολίου και συλλογικής ανοσίας (για το 60% τουλάχιστον του πληθυσμού), δεν μπορεί να αποκλειστεί ένα δεύτερο επιδημικό κύμα.
δευτεροβάθμια φροντίδα υγείας (ουσ. θηλ.) Το σύνολο των υπηρεσιών και ιατρικών πράξεων που πρέπει από τη φύση τους να παρέχονται στο νοσοκομείο ή σε ανάλογο κέντρο νοσηλείας, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που απαιτούν ημερήσια νοσηλεία .
δευτερογενές κρούσμα (ουσ. ουδ.) Άτομο που προσβλήθηκε ύστερα από την εισαγωγή μίας μεταδοτικής ασθένειας στον πληθυσμό, μέσω έκθεσης σε πρωτογενές κρούσμα —και όχι από την ίδια την πηγή .
δευτερογενής εστία (ουσ. θηλ.) Εστία μίας μολυσματικής νόσου που δημιουργείται από μετακίνηση ή μεταφορά κρουσμάτων .
δημόσια υγεία (ουσ. θηλ.) 1.Το σύνολο των δραστηριοτήτων της πολιτείας και της κοινωνίας που είναι επιστημονικά τεκμηριωμένες και αποβλέπουν στην προστασία και την προαγωγή της υγείας του πληθυσμού, στην αύξηση του προσδόκιμου επιβίωσης και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής. 2.Η κατάσταση της υγείας του γενικού πληθυσμού μίας χώρας ◆ Αν και ο επίσημος ορισμός (σύμφωνα με τον Ν.3370/2005, άρθρο 1 και 2: [51]) είναι ο πρώτος, στην καθημερινή επικοινωνία, η λέξη χρησιμοποιείται μάλλον με τη δεύτερη σημασία.
δημόσια υγιεινή (ουσ. θηλ.) Σύνολο από κανόνες και πρακτικές καθαριότητας που έχουν σκοπό τη διατήρηση της καλής κατάστασης υγείας του γενικού πληθυσμού και την αποφυγή διάδοσης ασθενειών ◆ Εκτός από τους κανόνες, υπάρχουν έλεγχοι της τήρησης των όρων υγιεινής στους δημόσιους χώρους, που γίνονται από τους αστίατρους.
διάγνωση (ουσ. θηλ.) 1.Ο προσδιορισμός, η αναγνώριση μίας ασθένειας ή βλάβης, που γίνεται με βάση την εξέταση των σημείων της από τον γιατρό και αποτελεί τη βάση για την περίθαλψη του ασθενούς. 2.Ο όρος με τον οποίο δηλώνεται η πάθηση ή το σύνδρομο από το οποίο πάσχει ή πιστεύεται ότι πάσχει ένα άτομο ◆ Αν και πολλές λοιμώξεις διαγιγνώσκονται κλινικά, η οριστική ταυτοποίηση γίνεται στο εργαστήριο [16].
διαγνωστικό εργαστήριο (ουσ. ουδ.) Οργανωμένη δομή με εξειδικευμένο προσωπικό που μπορεί να κάνει δειγματοληψία και ανάλυση υλικού κατάλληλου για διάγνωση νόσων και παθολογιών .
διάδοση (ουσ. θηλ.) Εξάπλωση
Βλ. και διασπορά.
διάλυμα (ουσ. ουδ.) Ομοιογενές μείγμα, στο οποίο δύο ή περισσότερες ουσίες είναι πλήρως διαλυμένες η μία μέσα στην άλλη και έτσι η σύστασή του είναι ακριβώς η ίδια σε οποιοδήποτε σημείο του ◆ Παρότι συχνά η έννοια του διαλύματος συνδέεται με την υγρή κατάσταση της ύλης, εν τούτοις, υπάρχουν και στερεά ή αέρια διαλύματα.
διάμεση ηλικία (ουσ. θηλ.) Δείκτης που συνοψίζει την ηλικιακή κατανομή ενός πληθυσμού, τον οποίο διαιρεί σε δύο αριθμητικά ίσες ομάδες (50%-50%), από τις οποίες η μία είναι οι νεότεροι και η άλλη οι μεγαλύτεροι ◆ Είναι το μέγεθος με το οποίο γίνονται οι αναφορές στα κρούσματα της πανδημίας. Δεν πρέπει να συγχέεται με τον μέσο όρο ηλικίας.
διαπλακουντική μετάδοση (ουσ. θηλ.) Μορφή άμεσης μετάδοσης ενός λοιμώδους νοσήματος από τη μητέρα στο έμβρυο που γίνεται στη διάρκεια της κύησης .
διασπορά (ουσ. θηλ.) Εμφάνιση σε μία κοινότητα επιβεβαιωμένων κρουσμάτων νόσου για τα οποία δεν είναι γνωστός ούτε ο τρόπος, ούτε η πηγή μετάδοσης
Βλ. και εξάπλωση ◆
Στην επιδημιολογία, το εύρος της διασποράς (διαφορά μεταξύ της μέγιστης και της ελάχιστης τιμής) δηλώνεται συνήθως με δύο αριθμούς, από το ελάχιστο έως το μέγιστο.
διασωληνώνω (ρήμα, μτβ.) Εφαρμόζω σε ασθενή την τεχνική της διασωλήνωσης .
διασωλήνωση (ουσ. θηλ.) Εισαγωγή ενός ειδικού σωλήνα με αεροθάλαμο στην τραχεία ατόμου που βρίσκεται υπό αναισθησία και η οποία γίνεται με σκοπό τη ροή αέρα από και προς τους πνεύμονες ◆ Η ενδοτραχειακή διασωλήνωση εμφανίζεται για πρώτη φορά σε παπύρους της αρχαίας Αιγύπτου, στους οποίους αναπαρίστανται συσκευές για τη διάνοιξη του στόματος και σωλήνες κατασκευασμένοι από χρυσό ή ασήμι που εισέρχονται στην τραχεία. Το 1530, ο Παράκελσος επαναφέρει στη ζωή άρρωστο εμφυσώντας αέρα στους πνεύμονες με τη χρήση ειδικών σωλήνων που εφάρμοσε στο στόμα του θύματος, ενώ η πρώτη οργανωμένη ενδοτραχειακή διασωλήνωση καταγράφηκε στη Γερμανία το 1870 [67].
διασώστης, διασώστρια (ασθενοφόρου) (ουσ. διγενές) Επαγγελματίας εκπαιδευμένος να παρέχει φροντίδες υγείας σε επείγουσες περιπτώσεις που παρουσιάζονται σε εξωνοσοκοµειακό χώρο και να μεταφέρει τα άτομα που βρίσκονται σε κίνδυνο στην καταλληλότερη υγειονομική εγκατάσταση .
διδασκαλία από απόσταση (ουσ. θηλ.) Διδασκαλία που γίνεται χωρίς φυσική παρουσία των εκπαιδευτών και των εκπαιδευόμενων στον ίδιο χώρο, με χρήση διαφόρων μορφών προφορικής ή γραπτής τηλεπικοινωνίας ΑΝΤ. διδασκαλία διά ζώσης ◆ Η διδασκαλία από απόσταση ήταν μία αναγκαστική λύση προσαρμογής στα περιοριστικά μέτρα, ενώ η εξ αποστάσεως εκπαίδευση ήταν θεσμός που προϋπήρχε της πανδημίας [102].
drive through δειγματοληψία (ουσ. θηλ.) Δειγματοληψία για την οποία το υπό διερεύνηση άτομο παραμένει στο αυτοκίνητό του, ενώ το ιατρικό προσωπικό πλησιάζει με προστατευτικό εξοπλισμό για να πάρει δείγμα (στην περίπτωση της ανίχνευσης του κορονοϊού, επίχρισμα) ◆ Προς το παρόν, αυτό το είδος δειγματοληψίας υπάρχει στην Κύπρο, αλλά όχι στην Ελλάδα.
δυνητική οδός μετάδοσης (ουσ. θηλ.) Κάθε διαδρομή μέσω της οποίας θα μπορούσε ένα παθογόνο να προσβάλει κάποιον οργανισμό .
δύσπνοια (ουσ. θηλ.) Αίσθημα δυσκολίας στην αναπνοή, που συνήθως οφείλεται σε διαταραχές στο καρδιαγγειακό ή στο αναπνευστικό σύστημα .
δυστοπία (ουσ. θηλ.) Φανταστική κατάσταση ή κοινωνία με ολοκληρωτική δομή, όπου η ζωή είναι δύσκολη και οι πολίτες υφίστανται συνεχείς αδικίες και ταλαιπωρίες ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Η λέξη δημιουργήθηκε ως αντίθετο της ουτοπίας, της ιδανικής χώρας των φιλοσόφων. Η πρώτη χρήση της αποδίδεται στον Άγγλο φιλόσοφο John Stuart Mill, σε μία ομιλία του στο βρετανικό κοινοβούλιο, το 1868 ◆ Η δυστοπία στη διάρκεια της πανδημίας Covid-19 δημιουργήθηκε κυρίως από τα περιοριστικά μέτρα που πήραν οι περισσότερες χώρες για να εμποδίσουν την εξάπλωση του ιού.
εγγενής ανοσία (ουσ. θηλ.) Ανοσία που επιτυγχάνεται από ένα σύνολο αμυντικών μηχανισμών, οι οποίοι είναι εγγενείς (με την έννοια ότι τους διαθέτουμε στη γέννησή μας και δεν εξαρτώνται από προηγούμενη επαφή με τους μολυσματικούς παράγοντες) και δρουν άμεσα, σε κάθε επαφή με οτιδήποτε το ανοσοποιητικό σύστημα θεωρεί «ανεπιθύμητο καλεσμένο»
ΣΥΝ. σύμφυτη ανοσία,
φυσική ανοσία.
εθελοντική καραντίνα (ουσ. θηλ.) Καραντίνα στην οποία τίθεται κάποιος με δική του απόφαση
ΣΥΝ. εθελούσια καραντίνα,
οικειοθελής καραντίνα ◆
Στην καθημερινή γλώσσα, χρησιμοποιείται συχνά ως συνώνυμο με την εθελοντική αυτοαπομόνωση (βλ. λέξη), που όμως είναι διαφορετική έννοια.
Εθνική Επιτροπή Προστασίας Δημόσιας Υγείας έναντι του κορονοϊού COVID-19 (κύριο όνομα) Επιτροπή που συστάθηκε τον Φεβρουάριο του 2020 από τον Υπουργό Υγείας με σκοπό την εισήγηση στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Υγείας και κάθε συναρμόδιου, κάθε ενδεδειγμένου μέτρου πρόληψης και αντιμετώπισης της πανδημίας COVID-19 στην Ελλάδα .
Εθνικό Κέντρο Άμεσης Βοήθειας (κύριο όνομα) Οργανισμός με εξειδικευμένο προσωπικό που έχει ως έργο την παροχή επείγουσας ιατρικής φροντίδας σε πολίτες που αντιμετωπίζουν έκτακτες καταστάσεις, όπως και τη μεταφορά τους σε μονάδες παροχής υπηρεσιών υγείας
ΑΛΛΙΩΣ: ΕΚΑΒ, Ε.Κ.Α.Β ◆
Η αντίστοιχη υπηρεσία στην Κύπρο ονομάζεται Υπηρεσία Ασθενοφόρων και υπάγεται στο Υπουργείο Υγείας.
Εθνικό Σύστημα Υγείας (κύριο όνομα) Σύνολο υπηρεσιών και μονάδων της Ελληνικής Δημοκρατίας που έχουν έργο τη διατήρηση και προαγωγή της υγείας των κατοίκων της χώρας
ΑΛΛΙΩΣ: ΕΣΥ ◆
Η αντίστοιχη υπηρεσία στην Κύπρο είναι το ΓεΣΥ (Γενικό Σύστημα Υγείας).
Εθνικός Μηχανισμός Διαχείρισης Κινδύνων και Αντιμετώπισης Κρίσεων του Ν. 4662/2020 (κύριο όνομα) Θεσμός της Ελληνικής Δημοκρατίας που ιδρύθηκε με τον Ν. 4662/2020 που ψήφισε η Βουλή (ΦΕΚ A 27/ 07.02.2020), με στόχο την πρόληψη και αντιμετώπιση κινδύνων και καταστροφών ◆ «Συστήνεται Εθνικός Μηχανισμός Διαχείρισης Κρίσεων και Αντιμετώπισης Κινδύνων (National Crisis and Hazard Management Mechanism (Nat-CHAMM) εφεξής, «Εθνικός Μηχανισμός», ο οποίος καλύπτει ολόκληρο τον κύκλο διαχείρισης καταστροφών και συνιστά το σύνολο των συντρεχουσών επιχειρησιακών και διοικητικών δομών και λειτουργιών της Πολιτικής Προστασίας. Ο Εθνικός Μηχανισμός έχει ως προτεραιότητες, αφενός την πρόληψη, την ετοιμότητα και την προστασία της ζωής, της υγείας και της περιουσίας των πολιτών, του περιβάλλοντος, της πολιτιστικής κληρονομιάς, των υποδομών, των πλουτοπαραγωγικών πηγών, των υπηρεσιών ζωτικής σημασίας, των υλικών και άυλων αγαθών από φυσικές και τεχνολογικές καταστροφές και λοιπές απειλές συναφούς προέλευσης, που προκαλούν ή ενδέχεται να προκαλέσουν καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης σε ειρηνική περίοδο και αφετέρου τη μείωση του κινδύνου και την αντιμετώπιση, αποκατάσταση και ελαχιστοποίηση των συνεπειών τους» (Ν. 4662/2020 (ΦΕΚ A 27/07.02.2020).
Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (κύριο όνομα) Οργανισμός με αντικείμενο την παρακολούθηση της υγείας, την επιδημιολογική επιτήρηση, την ενημέρωση και τη λήψη μέτρων για την προστασία του πληθυσμού από μεταδοτικά νοσήματα ◆ O ΕΟΔΥ είναι Νομικό Πρόσωπο Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ), που ιδρύθηκε με τον Ν. 4633/2019, διάδοχος του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων που καταργήθηκε το 2019.
Εθνικός Οργανισμός Φαρμάκων Δημόσιος οργανισμός με αποστολή την εξασφάλιση της κυκλοφορίας ασφαλών και αποτελεσματικών φαρμακευτικών, καλλυντικών και άλλων ανάλογων προϊόντων στην ελληνική αγορά
ΑΛΛΙΩΣ: ΕΟΦ .
ειδική άδεια κυκλοφορίας (ουσ. θηλ.) Διαδικασία που ενεργοποιείται λόγω κάποιας έκτακτης και επείγουσας ανάγκης της δημόσιας υγείας και συνίσταται στην έγκριση και χορήγηση άδειας κυκλοφορίας για ένα φαρμακευτικό προϊόν σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ οι συνήθεις χρόνοι για την έγκριση άδειας κυκλοφορίας από την υποβολή αίτησης χορήγησης άδειας κυκλοφορίας είναι από 8 έως και 15 μήνες
ΣΥΝ. άδεια έκτακτης ανάγκης.
ειδικοδημία (ουσ. θηλ.) Απότομη και θεαματική αύξηση του αριθμού αυτών που νιώθουν και δηλώνουν ειδικοί σε θέματα για τα οποία έχουν μερική και επιφανειακή γνώση ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Νεολογισμός του παρόντος λεξικού, που προς το παρόν δεν χρησιμοποιείται πουθενά αλλού .
έκθεση (ουσ. θηλ.) Η κατάσταση κατά την οποία κάποιος βρίσκεται σε κίνδυνο προσβολής από ένα παθογόνο του οποίου δέχεται την επίδραση λόγω άμεσης ή έμμεσης επαφής ◆ Το επίπεδο έκθεσης στον ιό αποτελεί κριτήριο για την ταξινόμηση των επαφών και των κρουσμάτων.
εκθετική διάδοση (ουσ. θηλ.) Βλ. εκθετική εξάπλωση .
εκπαίδευση από απόσταση (ουσ. θηλ.) Η διαδικασία της εκπαίδευσης που λαμβάνει χώρα ενώ ο εκπαιδευτής και οι εκπαιδευόμενοι δεν βρίσκονται στον ίδιο φυσικό χώρο. Μπορεί να είναι σύγχρονη, όταν γίνεται με ταυτόχρονη συμμετοχή όλων, ή ασύγχρονη, όταν γίνεται με αποστολή εκπαιδευτικού υλικού, ανταλλαγή μηνυμάτων και άλλους ανάλογους τρόπους
Βλ. και διδασκαλία από απόσταση ◆
Η εκπαίδευση από απόσταση, που επιβλήθηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας του 2020 ως προσαρμογή στις έκτακτες ανάγκες απομόνωσης του πληθυσμού, διαφέρει από την εξ αποστάσεως εκπαίδευση (που ήταν ήδη θεσμοθετημένη), επειδή δεν υπήρξε σχεδιασμός ή άλλη προετοιμασία.
εκρηκτική αύξηση των κρουσμάτων (φράση) Απότομη και σημαντική αύξηση των κρουσμάτων μίας μεταδοτικής νόσου .
εκρίζωση (ουσ. θηλ.) Μόνιμη μείωση στο μηδέν της παγκόσμιας ετήσιας συχνότητας μίας λοίμωξης που προκαλείται από έναν συγκεκριμένο παράγοντα, ως αποτέλεσμα εφαρμογής συγκεκριμένης πολιτικής
Βλ. και εξάλειψη,
κάθαρση ◆
Στο επίπεδο της κοινότητας, η διαφορά από την εξάλειψη είναι ο τοπικός περιορισμός: η εκρίζωση είναι παγκόσμια, η εξάλειψη ισχύει για μία συγκεκριμένη περιοχή, στην οποία χρειάζεται να εφαρμόζονται μέτρα για να μην επανέλθει η νόσος [103]. Ο όρος χρησιμοποιείται και για μεμονωμένα άτομα, οπότε έχει την ίδια σημασία με την κάθαρση.
έκτακτα μέτρα (ουσ. ουδ., πληθ.) Σύνολο από αποφάσεις και ενέργειες που έχουν στόχο την αντιμετώπιση των αναγκών που παρουσιάζονται σε μία περίοδο κρίσης ή σε μία κατάσταση που θεωρείται ότι ενέχει κινδύνους για τους πολίτες και την κοινωνία ◆ Τα έκτακτα μέτρα μπορεί να θεωρηθούν επείγοντα ή κατεπείγοντα, να είναι προληπτικά, περιοριστικά ή άλλα, ανάλογα με τις ανάγκες για τις οποίες θεσπίζονται [62].
έκτακτη ανάγκη (ουσ. θηλ.) Η ανάγκη προστασίας της δημόσιας υγείας από τη διασπορά του κορονοϊού COVID-19 στην ελληνική επικράτεια ◆ Ο ορισμός αυτός της έκτακτης ανάγκης συντάχθηκε ειδικά στο πλαίσιο της πανδημίας COVID-19 [61, άρθρο 6ο, παρ. 1].
έλεγχος της νόσου (ουσ. θηλ.) Μείωση της συχνότητας, της νοσηρότητας ή της θνησιμότητας μίας νόσου κάτω από ένα όριο, που προκύπτει χάρη σε εφαρμογή συγκεκριμένων παρεμβάσεων, μέτρων και δράσεων .
εμβολιάζω (ρήμα) Εισάγω εμβόλιο σε έναν ζωντανό οργανισμό, άνθρωπο ή ζώο .
εμβολιασμός (ουσ. αρσ.) 1.Μέθοδος προστασίας από λοιμώδεις ασθένειες, που βασίζεται στη χρήση εμβολίων.2.Η ιατρική πράξη της χορήγησης εμβολίου ◆ «Οι Έλληνες ιατροί Εμμανουήλ Τιμόνης και Ιάκωβος Πυλαρινός κατά το 1714 δημοσίευσαν στο Αγγλικό περιοδικό Philosophical Transactions την πρώτη επιστημονική εφαρμογή του εμβολιασμού την αποκληθείσα ‘ευλογιασμός’, που αποτέλεσε πρόδρομο του δαμαλισμού» [104].
εμβόλιο (ουσ. ουδ.) Βιολογικό παρασκεύασμα που έχει σκοπό να ενισχύσει το ανοσοποιητικό σύστημα δημιουργώντας ανοσολογική μνήμη απέναντι σε συγκεκριμένο παθογόνο (ή παθογόνα) χωρίς να νοσήσει ο οργανισμός, ώστε να μην είναι πλέον ευάλωτος ως προς αυτό ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Αν και η σημασία «μπόλι» της λέξης εμβόλιον (υποκοριστικό του αρχαίου έμβολον) εμφανίζεται ήδη από τον 3ο αι., η σημερινή σημασία είναι απόδοση του γαλλ. vaccin ή του αγγλ. vaccine ◆ Ένα εμβόλιο αξιολογείται κλινικά πριν εγκριθεί ως φαρμακευτικό προϊόν. Χάρη στη χρήση του, ο οργανισμός, σε περίπτωση προσβολής από το παθογόνο, μπορεί να μην νοσήσει ή να νοσήσει ελαφρότερα.
έμμεση επαφή (ουσ. θηλ.) Το άγγιγμα μολυσμένου αντικειμένου, χωρίς προστατευτικό εξοπλισμό ◆ «Η μετάδοση του κορωνοϊού μπορεί να γίνει με άμεση επαφή με μολυσμένα άτομα και με έμμεση επαφή με επιφάνειες στο άμεσο περιβάλλον τους ή με αντικείμενα που χρησιμοποιούνται από κοινού από υγιή και μολυσμένα άτομα (π.χ. στηθοσκόπιο ή θερμόμετρο)» [73].
έμμεση μετάδοση (ουσ. θηλ.) Μετάδοση μίας νόσου που γίνεται με μεταφορά του παθογόνου στον ξενιστή, είτε αερογενώς είτε μετά από επαφή με μολυσμένο αντικείμενο ή με ζωντανό ενδιάμεσο ξενιστή, ο οποίος δεν αναπτύσσει τη λοίμωξη (μύγες, κουνούπια κλπ.)
ΣΥΝ. δευτερογενής μετάδοση,
μετάδοση από έμμεση επαφήΑΝΤ. άμεση μετάδοση.
ενδημία (ουσ. θηλ.) Η χρόνια τοπική συρροή κρουσμάτων μίας μολυσματικής ασθένειας σε συγκεκριμένο πληθυσμό και/ή περιοχή, με μικρή διακύμανση στο χρόνο ◆ Ο αριθμός κρουσμάτων μίας ενδημίας δεν μηδενίζεται ποτέ. Όταν λέμε ότι σε μερικές χώρες, η ηπατίτιδα Α είναι ενδημική, σημαίνει ότι κινδυνεύουμε ανά πάσα στιγμή να μολυνθούμε, και γι’ αυτό εμβολιαζόμαστε πριν ταξιδέψουμε σε αυτές.
ενδιάμεσος ξενιστής (ουσ. αρσ.) Οργανισμός που φιλοξενεί ένα παθογόνο μέχρι να αναπτυχθεί αρκετά, ώστε να μπορεί να αναπαραχθεί για να ολοκληρώσει τον κύκλο ζωής του. Συνήθως λειτουργεί ως φορέας του παθογόνου το οποίο στη συνέχεια μεταφέρεται στον οριστικό του ξενιστή
ΣΥΝ. δευτερεύων ξενιστήςΒλ. και φορέας ◆
Ο ενδιάμεσος ξενιστής, συνήθως (αν και όχι απαραίτητα), ανήκει σε διαφορετικό είδος οργανισμού από τον τελικό ξενιστή.
ενδονοσοκομειακή μετάδοση (ουσ. θηλ.) Μετάδοση μίας νόσου που γίνεται μέσω επαφής με το παθογόνο μέσα σε νοσοκομείο .
ενεργή νόσος (ουσ. θηλ.) Φάση της νόσου κατά την οποία παρουσιάζονται σαφή κλινικά συμπτώματα ή και σημεία, οπότε μπορεί να γίνει διάγνωση και περίθαλψη του ασθενούς
ΣΥΝ. έκδηλη νόσος,
κλινική νόσοςΑΝΤ. λανθάνουσα νόσος.
ενεργητική ανοσία (ουσ. θηλ.) Επίκτητη ανοσία που αναπτύσσεται ως απάντηση στην έκθεση σε λοιμογόνο παράγοντα ή εμβόλιο και χαρακτηρίζεται από την παρουσία αντισωμάτων που παράγονται σε έναν οργανισμό
ΑΝΤ. παθητική ανοσία.
ενζωοτία (ουσ. θηλ.) Ενδημία που αφορά ένα είδος ζώων σε μία ορισμένη περιοχή ◆ Σε σχέση με τον άνθρωπο, χρησιμοποιείται ο όρος ενδημία.
εντατική θεραπεία (ουσ. θηλ.) Περίθαλψη στην οποία ένας ασθενής με πολύ σοβαρή ασθένεια παραμένει υπό συνεχή παρακολούθηση σε ειδικό τμήμα νοσοκομείου .
εξ αποστάσεως ασύγχρονη διδασκαλία (ουσ. θηλ.) Διδασκαλία από απόσταση που δεν απαιτεί την ταυτόχρονη παρουσία του διδάσκοντα και των μαθητών και υλοποιείται με ψηφιακά μέσα, κυρίως με αποστολή υλικού στους μαθητές .
εξ αποστάσεως σύγχρονη διδασκαλία (ουσ. θηλ.) Διδασκαλία από απόσταση που υλοποιείται μέσω διαδικτύου με ταυτόχρονη παρουσία του διδάσκοντα και όποιων έχουν δικαίωμα να παρακολουθούν το μάθημα .
εξαλειφθείσα ασθένεια (ουσ. θηλ.) Ασθένεια που έχει εξαλειφθεί ύστερα από εφαρμογή συγκεκριμένης πολιτικής και δεν εμφανίζει πλέον ενδημικές μεταδόσεις .
εξαλείφω (ουσ. θηλ.) Μειώνω στο μηδέν τη συχνότητα εμφάνισης μίας λοίμωξης που προκαλείται από έναν συγκεκριμένο παράγοντα, με εφαρμογή συγκεκριμένης πολιτικής .
εξάλειψη (ουσ. θηλ.) Για μία κοινότητα, η εκρίζωση που διαπιστώνεται με την απουσία κρούσματος για μεγάλη χρονική περίοδο, τουλάχιστον για μερικές δεκαετίες
Βλ. και εκρίζωση,
κάθαρση ◆
Εξάλειψη μίας ασθένειας σημαίνει ότι δεν χρειάζονται πλέον μέτρα για να μην μεταδίδεται. Η μόνη ασθένεια που έχει εξαλειφθεί πλήρως στην ανθρώπινη ιστορία ήταν η ευλογιά, η οποία κηρύχθηκε επίσημα εξαλειφθείσα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ) το 1980.
εξάπλωση (ουσ. θηλ.) Αύξηση σε έναν πληθυσμό των επιβεβαιωμένων κρουσμάτων μίας νόσου
ΣΥΝ. διάδοσηΒλ. και διασπορά.
έξαρση (ουσ. θηλ.)
1.Φάση μίας νόσου κατά την οποία τα σημεία και τα συμπτώματα εκδηλώνονται με μεγαλύτερη ένταση.
2.Φάση μίας επιδημίας κατά την οποία αυξάνονται τα κρούσματα
ΑΝΤ. αποδρομή,
ύφεση ◆
Η έξαρση της επιδημίας δεν είναι το ίδιο με το αρχικό της ξέσπασμα (ή επιδημική έκρηξη).
εξοπλισμός ατομικής προστασίας (ουσ. αρσ.) Εξοπλισμός που κατέχει ή μεταφέρει ένας εργαζόμενος στον τομέα της υγείας για να προστατευτεί από επαγγελματικούς κινδύνους που θα μπορούσαν να απειλήσουν την υγεία και την ασφάλειά του, αλλά και να συμβάλουν στη διάδοση μίας μεταδοτικής νόσου. Εάν πρόκειται για λοιμώξεις του αίματος ή αερομεταφερόμενες, ο εξοπλισμός περιλαμβάνει γυαλιά, μάσκα, γάντια, ιατρική ποδιά (μπλούζα) ή φόρμα, ιατρικό σκούφο κεφαλής, μπότες από καουτσούκ
ΣΥΝ. ατομικός εξοπλισμός προστασίας,
εξοπλισμός προσωπικής προστασίας,
προσωπικός προστατευτικός εξοπλισμός ◆
Τα διάφορα είδη εξοπλισμού ατομικής προστασίας συνδέονται με τα χαρακτηριστικά του έργου που εκτελείται, π.χ. φροντίδα των ασθενών με μολυσματικές νόσους [03]. Η εφαρμογή και η αφαίρεση του εξοπλισμού ατομικής προστασίας (π.χ. γαντιών, μάσκας FFP2, προστατευτικών γυαλιών, ρόμπας με μακριά μανίκια) πρέπει να γίνονται σύμφωνα με τις οδηγίες του ΠΟΥ [05], [19].
επαγγελματίας υγείας (ουσ. διγενές) Φυσικό πρόσωπο που παρέχει υπηρεσίες σχετικές με τη θεραπεία, τη διατήρηση και τη βελτίωση της υγείας των ανθρώπων, διαθέτοντας την κατάλληλη πιστοποίηση και άδεια .
επανεκκίνηση (της οικονομίας) (ουσ. θηλ.) Η άρση των περιοριστικών μέτρων που έχουν ληφθεί λόγω κάποιας έκτακτης και επείγουσας ανάγκης, π.χ. μίας πανδημίας, και αφορούν την οικονομία, ιδιαίτερα τη λειτουργία των επιχειρήσεων .
επαφή (ουσ. θηλ.)
1.Το άγγιγμα μίας (πιθανώς μολυσμένης) επιφάνειας, είτε πρόκειται για ζωντανό οργανισμό είτε για αντικείμενο, χωρίς προστατευτικό εξοπλισμό.
2.Η παραμονή σε απόσταση μικρότερη των 2 μέτρων ή στον ίδιο κλειστό χώρο για περισσότερα από 10 λεπτά με πιθανό ή επιβεβαιωμένο κρούσμα μίας μολυσματικής νόσου, χωρίς προστατευτικό εξοπλισμό.
3.Άτομο που έχει έρθει σε επαφή με πιθανό ή επιβεβαιωμένο κρούσμα μίας μολυσματικής νόσου σε περίοδο κατά την οποία η νόσος μπορεί να μεταδοθεί, στην περίπτωση του SARS-CoV-2 από 48 ώρες πριν από την έναρξη των συμπτωμάτων έως 14 ημέρες μετά
Βλ. και άμεση επαφή,
έμμεση επαφή,
περιστασιακή επαφή,
στενή επαφή ◆
Ανάλογα με την αυστηρότητα του ορισμού, που ποικίλλει σε κάθε επιδημία, η περίπτωση σου αναφέρεται στο 2. μπορεί να θεωρηθεί από στενή έως περιστασιακή επαφή [35]. Για την πανδημία COVID-19 «Τα άτομα (συμπεριλαμβανομένων των ατόμων που φροντίζουν τον ασθενή) που έχουν εκτεθεί σε άτομα ύποπτα για την ασθένεια COVID-19 θεωρούνται επαφές και πρέπει να παρακολουθούν την κατάσταση της υγείας τους για 14 ημέρες από την τελευταία ημερομηνία επαφής» [21].
επιβράδυνση της διασποράς (ουσ. θηλ.) Η μείωση του ρυθμού διασποράς μίας ασθένειας, που οφείλεται στα μέτρα που έχουν ληφθεί για την αντιμετώπισή της .
επιδημία (ουσ. θηλ.)
1.Εμφάνιση και γρήγορη εξάπλωση μίας, συνήθως μολυσματικής, ασθένειας σε μία κοινότητα ή γεωγραφική περιοχή με αριθμό κρουσμάτων που σαφώς υπερβαίνουν τις αναμενόμενες τιμές που ορίζονται με βάση τα ιστορικά στοιχεία επιτήρησης.
2.Συνεκδοχικά, η διάρκεια μίας επιδημίας
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Η ετυμολογία της λέξης (< επί + δήμος) υποδηλώνει ότι αναφέρεται σε ανθρώπινους πληθυσμούς
Βλ. και επιζωοτία,
πανδημία ◆
Η λέξη επιδημία μπορεί να χρησιμοποιηθεί, εκτός από τις μολυσματικές νόσους, και για άλλα φαινόμενα που εμφανίζουν δυναμικές αλλαγές στην επίπτωση και τον επιπολασμό σε δεδομένο χρονικό διάστημα σε έναν πληθυσμό, π.χ. για την παχυσαρκία.
επιδημία ΑΣΜΑ (MERS) του 2012 (ουσ. θηλ.) Επιδημία λοιμώδους αναπνευστικού συνδρόμου που εκδηλώθηκε το 2012 στη Μέση Ανατολή. Περίπου το 80% των περιπτώσεων αναφέρθηκαν στη Σαουδική Αραβία, ενώ η θνητότητα έφτασε το 35% ◆ Αρχικοί ξενιστές ήταν ενδεχομένως οι νυχτερίδες, από τις οποίες ο ιός μεταδόθηκε σε άλλα ζώα. Οι καμήλες, ιδιαίτερα οι νεαρές, ενοχοποιούνται για τη μετάδοση στον άνθρωπο, αφού σε αυτές απομονώθηκαν στελέχη MERS-CoV πανομοιότυπα με εκείνα που απομονώθηκαν στους ασθενείς [01]. Από εδώ προέρχεται και η (σπανιότερη) ονομασία ιός της καμήλας.
επιδημία ΣΟΑΣ (SARS) του 2002 (ουσ. θηλ.) Επιδημία λοιμώδους αναπνευστικού συνδρόμου που εκδηλώθηκε το 2002 στην επαρχία Γκουανγκντόνγκ της νότιας Κίνας και στη συνέχεια επεκτάθηκε σε περισσότερες από 25 χώρες, με θνητότητα που έφτασε το 9,6% ◆ Πιστεύεται ότι ο ιός προήλθε από νυχτερίδες που τον μετέφεραν στα σιβέτ, άγρια θηλαστικά που μοιάζουν με γάτες (μοσχογαλή).
επιδημική έκρηξη (ουσ. θηλ.) Επιδημία που εμφανίζει απροσδόκητα υψηλούς αριθμούς κρουσμάτων στην μονάδα του χρόνου και η οποία, χωρίς μέτρα αντιμετώπισης, μπορεί να διαρκέσει έως την εξάντληση όλων των ευάλωτων ξενιστών (ατόμων) σε έναν πληθυσμό
ΣΥΝ. ξέσπασμα επιδημίας ◆
Οι παράγοντες που απαιτούνται για να εμφανιστεί και να διατηρηθεί μία επιδημική έκρηξη είναι: α. Η ύπαρξη ενός παθογόνου σε πυκνότητα ικανή να προσβάλλει πολλά άτομα. β. Ένας κατάλληλος τρόπος μετάδοσης στα επιδεκτικά άτομα. γ. Ένας ικανοποιητικός αριθμός επιδεκτικών ατόμων που εκτίθενται στο παθογόνο [32].
επιδημική καμπύλη (ουσ. θηλ.) Γραφική παράσταση της εξέλιξης των κρουσμάτων μίας νόσου ή ενός ιατρικού συμβάντος σε σχέση με συγκεκριμένο πληθυσμό, περιοχή και χρονική περίοδο
ΑΛΛΙΩΣ: επιδημιολογική καμπύλη ◆
Συνήθως παριστάνεται με ιστόγραμμα.
επιδημιολογία (ουσ. θηλ.) Επιστημονικός κλάδος που μελετά την κατανομή και την εξέλιξη διαφόρων νοσημάτων ή χαρακτηριστικών σχετικών με την υγεία του ανθρώπινου πληθυσμού, καθώς και των παραγόντων που τα διαμορφώνουν ή τα επηρεάζουν .
επιδημιολογικά δεδομένα (ουσ. θηλ.) Δεδομένα σχετικά με μία επιδημία που συγκεντρώνονται από επιτόπιες έρευνες, συστήματα παρακολούθησης, στατιστικές ή άλλες πηγές και αναφέρονται σε παρατηρήσεις όπως π.χ. τα επίπεδα έκθεσης του πληθυσμού ή ο ορισμός των κρουσμάτων και η επίδρασή τους στη δημόσια υγεία .
επιδημιολογική επιτήρηση (ουσ. θηλ.) Η συνεχής και συστηματική συλλογή, ανάλυση και ερμηνεία στοιχείων σχετικών με τις λοιμώδεις νόσους
Βλ. και επιδημιολογική παρακολούθηση ◆
Οι κύριοι στόχοι της επιδημιολογικής επιτήρησης είναι ο εντοπισμός των επιδημιών, η παρακολούθηση της διασποράς και της επίπτωσης των λοιμωδών νοσημάτων και η αξιολόγηση των στρατηγικών αντιμετώπισής τους.
επιδημιολογική μελέτη (ουσ. θηλ.) Επιστημονική έρευνα που έχει στόχο να βρεθεί αν υπάρχει συσχέτιση μεταξύ της έκθεσης σε έναν παράγοντα (ακτινοβολία, μικροοργανισμός…) και παρατηρούμενων επιπτώσεων στην υγεία .
επιδημιολογικό τρίγωνο (ουσ. ουδ.) Θεωρητικό εργαλείο έρευνας που περιλαμβάνει τους τρεις βασικούς παράγοντες μίας επιδημίας: το παθογόνο, τον ξενιστή και το περιβάλλον .
επιδημιολόγος (ουσ. διγενές) Επιστήμονας εξειδικευμένος στην επιδημιολογία ◆ Ο επιδημιολόγος συνήθως είναι γιατρός, μπορεί όμως να είναι και άλλης ειδικότητας, π.χ. βιοστατιστικός, βιολόγος κλπ.
επιζωοτία (ουσ. θηλ.) Επιδημία που προσβάλλει ένα ή και περισσότερα είδη ζώων σε μία μεγάλη περιοχή ◆ Σε σχέση με τον άνθρωπο, χρησιμοποιείται ο όρος επιδημία.
επίκτητη ανοσία (ουσ. θηλ.) Ανοσία που επιτυγχάνεται με ειδικούς μηχανισμούς του οργανισμού ύστερα από έκθεση σε αντιγόνο, στην εξουδετέρωση του οποίου παρουσιάζει εξειδίκευση
ΣΥΝ. ειδική ανοσία,
προσαρμοστική ανοσία ◆
Η επίκτητη ανοσία διακρίνεται σε χυμική (που ονομάζεται έτσι επειδή τα παραγόμενα αντισώματα κυκλοφορούν στο αίμα και σε άλλα υγρά (χυμούς) του σώματος) και κυτταρική (που παράγει ειδικά ευαισθητοποιημένα λεμφοκύτταρα). Ανάλογα με τον τρόπο που μπορεί να αποκτηθεί, διακρίνεται σε ενεργητική και παθητική.
επιμόλυνση (ουσ. θηλ.) Μόλυνση οργανισμού που ήδη πάσχει από μία λοίμωξη, από ένα επιπλέον παθογόνο ◆ Αν εγκατασταθεί και νέα λοίμωξη, η λοίμωξη γίνεται μικτή.
επίνοσος -η -ο (επίθ.) Που δεν έχει τεκμηριωμένη ανοσία επειδή δεν έχει εμβολιαστεί και δεν έχει νοσήσει .
επιπολασμός (ουσ. αρσ.) 1.Η αναλογία των ατόμων από τον γενικό πληθυσμό που επηρεάζονται από μία συγκεκριμένη ασθένεια. 2.Το ποσοστό του πληθυσμού που πάσχει από μία αρρώστια σε μία συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Το μέτρο αυτό λέγεται σημειακός ή στιγμιαίος επιπολασμός ◆ Ο επιπολασμός διαφέρει από την επίπτωση, που μετρά πόσο γρήγορα εμφανίζονται τα νέα περιστατικά στον πληθυσμό.
επίπτωση (ουσ. θηλ.) Η συχνότητα εκδήλωσης μίας νόσου, πρακτικά ο αριθμός νέων περιστατικών σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο .
επίταξη (ουσ. θηλ.) Συνταγματικά κατοχυρωμένη διοικητική πράξη κατά την οποία το κράτος στερεί προσωρινά κάτι από τον ιδιοκτήτη του, για να εξυπηρετήσει επείγουσες δημόσιες ανάγκες .
επίταξη κινητών πραγμάτων (ουσ. θηλ.) Επίταξη κάθε είδους αντικειμένων, αναλώσιμων και μη, που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη εκτάκτων αναγκών της δημόσιας υγείας ◆ «Ειδικός νοσοκομειακός εξοπλισμός που εμπίπτει στη διαδικασία επίταξης του παρόντος, ενόψει της ενεστώσας έκτακτης ανάγκης δημόσιας υγείας, είναι: αναπνευστήρες, κλίνες νοσηλείας, πάγιος εξοπλισμός κλινών, μόνιτορ παρακολούθησης ζωτικών ενδείξεων, κλειστά κυκλώματα αναρρόφησης και αναγκαία ιατροτεχνολογικά προϊόντα συνοδά προς τη λειτουργία αναπνευστήρων» [61].
επίχρισμα (ουσ. ουδ.) 1.Επιφανειακό στρώμα οργανικού υγρού, ημι-υγρού ή ιστού, που καλύπτει εξωτερικά ένα όργανο του σώματος (π.χ. τη γλώσσα).2.Δείγμα επιχρίσματος που λαμβάνεται με καθορισμένη διαδικασία για να χρησιμοποιηθεί στη διερεύνηση μίας νόσου ◆ Στην περίπτωση του κορονοϊού, για τη διάγνωση της μόλυνσης χρησιμοποιείται στοματοφαρυγγικό επίχρισμα.
επώαση (ουσ. θηλ.) Το στάδιο της νόσου κατά το οποίο ο παθογόνος παράγοντας πολλαπλασιάζεται χωρίς να προκαλεί σημεία ή συμπτώματα και έτσι ο ξενιστής μπορεί να μεταδίδει τη νόσο παραμένοντας ασυμπτωματικός
Βλ. και περίοδος επώασης.
εργασία από απόσταση (ουσ. θηλ.) Δυνατότητα που δίνεται σε ορισμένους εργαζόμενους να εκτελούν όλα ή μερικά από τα καθήκοντά τους με χρήση διαφόρων μορφών τηλεπικοινωνίας από οπουδήποτε, κυρίως από το σπίτι τους, συνήθως χωρίς συγκεκριμένο ωράριο
ΣΥΝ. τηλεεργασία,
εξ αποστάσεως εργασία.
εργασία από το σπίτι (ουσ. θηλ.) Μορφή εργασίας από απόσταση που γίνεται από την κατοικία του εργαζόμενου, συνήθως χωρίς συγκεκριμένο ωράριο ◆ Το Oxford English Dictionary υιοθετεί και το ακρώνυμο WFH (work from home) ήδη από το 1995.
εργαστηριακά επιβεβαιωμένο κρούσμα (ουσ. ουδ.) Άτομο στο οποίο διαπιστώνεται εργαστηριακά μία συγκεκριμένη ασθένεια, λοίμωξη ή άλλη διαταραχή υγείας, ανεξαρτήτως κλινικών συμπτωμάτων και σημείων
ΑΛΛΙΩΣ: επιβεβαιωμένο κρούσμα ΣΥΝ. θετικό κρούσμα.
εργαστηριακή διάγνωση (ουσ. θηλ.) Διάγνωση που στηρίζεται σε μικροβιολογική, ανοσολογική ή άλλη μελέτη δείγματος από έναν ζωντανό οργανισμό και η οποία γίνεται σε ειδικό εργαστήριο, άσχετα από την εξέταση από τον γιατρό
Βλ. και κλινική διάγνωση.
εργαστηριακή εξέταση (ουσ. θηλ.) Μελέτη δείγματος που αφορά έναν ή περισσότερους δείκτες και γίνεται σε ειδικό εργαστήριο με χημική, μοριακή ή άλλη μέθοδο .
εργαστηριακή επιβεβαίωση (ουσ. θηλ.) Διάγνωση που επιβεβαιώνεται με συγκεκριμένο εργαστηριακό τεστ .
εστία (ουσ. θηλ.) Περιοχή στην οποία έχουν εντοπιστεί πολλά κρούσματα της ίδιας μολυσματικής νόσου σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα
Βλ. και θύλακας.
ευάλωτη ομάδα (ουσ. θηλ.) Το τμήμα του πληθυσμού που δεν έχει κανένα είδος ανοσίας. Περιλαμβάνει τόσο τις ευπαθείς, όσο και τις ομάδες υψηλού κινδύνου ◆ Σε περίπτωση πανδημίας που οφείλεται σε νέα νόσο για την οποία δεν υπάρχει κανένα είδος ανοσίας, όλος ο πληθυσμός είναι ευάλωτος.
ευάλωτος ξενιστής (ουσ. αρσ.) Οργανισμός που δεν έχει ανοσία σε ένα συγκεκριμένο παθογόνο ◆ Είναι ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας μετάδοσης μίας νόσου. Τυπικοί ευάλωτοι ξενιστές απαντούν στις ακραίες ηλικίες, π.χ. στους ηλικιωμένους που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο λόγω φθίνουσας λειτουργικότητας του ανοσοποιητικού τους συστήματος.
ευπαθής ομάδα (ουσ. θηλ.) Το τμήμα του πληθυσμού που κινδυνεύει περισσότερο από το μέσο όρο από τις συνέπειες μίας λοίμωξης ◆ Στις ευπαθείς ομάδες συχνά ανήκουν οι ηλικιωμένοι και οι πάσχοντες από υποκείμενα νοσήματα.
Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (κύριο όνομα) Υπηρεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης με αποστολή την ενίσχυση της άμυνας της Ευρώπης κατά των μολυσματικών ασθενειών
ΑΛΛΙΩΣ: ECDC ◆
Η υπηρεσία, που εδρεύει στη Σουηδία, ιδρύθηκε το 2004, ύστερα από την επιδημική έκρηξη SARS του 2003.
Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων Οργανισμός υπεύθυνος για τον συντονισμό της εποπτείας και της παρακολούθησης των φαρμακευτικών, καλλυντικών και άλλων ανάλογων προϊόντων για ανθρώπους και ζώα στα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης
ΑΛΛΙΩΣ: ΕΜΑ ◆
Η συντομογραφία ΕΟΦ δεν χρησιμοποιείται για να αποφεύγεται η σύγχυση με τον ελληνικό Εθνικό Οργανισμό Φαρμάκων.
εφαρμογή ιχνηλάτησης (ουσ. θηλ.) Εφαρμογή λογισμικού που συλλέγει προσωπικά δεδομένα για να διευκολύνει την ιχνηλάτηση των επαφών ενός κρούσματος επιδημίας
Βλ. και ιχνηλάτης.
θάλαμος αρνητικής πίεσης (ουσ. αρσ.) Δωμάτιο νοσοκομείου ειδικά σχεδιασμένο για ασθενείς με μολυσματικές ασθένειες, του οποίου η ιδιαιτερότητα είναι ότι επιτρέπει στον αέρα να κυκλοφορεί χωρίς να απελευθερώνεται σε άλλους χώρους του νοσοκομείου .
θεραπεία (ουσ. θηλ.) 1.Κατάσταση πλήρους επαναφοράς από μία νόσο σε υγιή κατάσταση. 2.Παρέμβαση που γίνεται με ιατρικά μέσα και στοχεύει είτε να εξαλείψει εντελώς μία νόσο (π.χ. με χειρουργική επέμβαση), είτε να ελέγξει τη νόσο για μεγάλο χρονικό διάστημα (π.χ. με φάρμακα), είτε να καθυστερήσει την εξέλιξη και τις επιπτώσεις της νόσου βελτιώνοντας το προσδόκιμο ζωής ή/και την ποιότητα ζωής του πάσχοντα (π.χ. με χημειοθεραπεία) ◆ «Πολλές λοιμώξεις, όπως το κοινό κρυολόγημα, είναι αυτό-περιοριζόμενες και δεν χρειάζονται συγκεκριμένη θεραπεία. Η κατανόηση αυτής της άποψης είναι σημαντική, καθώς η κατάχρηση των αντιβιοτικών δεν βοηθά τους προσβεβλημένους ασθενείς και μπορεί να βλάψει την κοινότητα υποθάλποντας την αντιμικροβιακή αντίσταση» [16].
θεραπευτικό πρωτόκολλο (ουσ. ουδ.) 1.Βλ. κλινικό πρωτόκολλο. 2.Συγκεκριμένη πειραματική οδηγία για τη διάγνωση και θεραπεία μίας νόσου για την οποία δεν υπάρχει καμία τεκμηριωμένη αποτελεσματική θεραπεία ◆ Τα δεδομένα από την εφαρμογή της πειραματικής οδηγίας καταγράφονται και αξιολογούνται και εμπλουτίζουν την κλινική εμπειρία για την αντιμετώπιση της νόσου. Στην περίπτωση της νόσου από κορονοϊό, έχουν ακριβώς αυτήν την αξία, διότι κλινικές μελέτες με την αυστηρή έννοια του όρου ούτε μπορούν εύκολα να διεξαχθούν ούτε μπορούν να αφορούν όλους τους ασθενείς.
Θεραπεύω (ρήμα, μτβ.) Αποκαθιστώ την υγεία του ασθενούς, εξαλείφοντας έναν παθογόνο παράγοντα ή αποκαθιστώντας μία βλάβη οργάνου ή μηχανισμού .
θετικό αποτέλεσμα (ουσ. ουδ.) 1.(για τεστ ανίχνευσης ιού) Το αποτέλεσμα του τεστ ανίχνευσης που δείχνει ότι το υπό διερεύνηση άτομο είναι μολυσμένο από τον υπό ανίχνευση παράγοντα. 2.(για τεστ ανίχνευσης αντισωμάτων) Το αποτέλεσμα του τεστ ανίχνευσης ότι το υπό διερεύνηση άτομο διαθέτει αντισώματα έναντι του υπό διερεύνηση παθογόνου .
θεωρία συνωμοσίας (ουσ. θηλ.) Η εντύπωση ότι διάφορα δυσάρεστα φυσικά, κοινωνικά και πολιτικά φαινόμενα και γεγονότα οφείλονται στη μυστική δράση κάποιων ισχυρών παραγόντων, οι οποίοι δεν κατονομάζονται, θεωρούνται, όμως, ιδιαίτερα ισχυροί και επικίνδυνοι .
θνησιμότητα (ουσ. θηλ.) Το ποσοστό των θανάτων ανάμεσα στα μέλη του γενικού πληθυσμού σε ορισμένο χρονικό διάστημα (συνήθως ένα χρόνο) ◆ Η συνήθης μονάδα μέτρησης της θνησιμότητας είναι ο αριθμός θανάτων ανά 1.000 άτομα ανά έτος. Επομένως, θνησιμότητα της τάξεως του 7,4 σημαίνει ότι σε έναν πληθυσμό 1.000 ατόμων πεθαίνουν 7,4 άτομα ανά έτος ή 0,74% του συνόλου.
θνητότητα (ουσ. θηλ.) Το ποσοστό των θανάτων ανάμεσα στους πάσχοντες από μία μεταδοτική ασθένεια, σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Υπολογίζεται διαιρώντας τον αριθμό των θανάτων που προκαλεί η ασθένεια με τον αριθμό των κρουσμάτων της ◆ Η θνητότητα, που στην πραγματικότητα είναι η εκτίμηση του κινδύνου θνησιμότητας από μία μεταδοτική ασθένεια, χρησιμοποιείται και ως μέτρο της λοιμογόνου δύναμης της ασθένειας. Συνήθως χρησιμοποιείται για νόσους με περιορισμένη χρονική διάρκεια, δεν είναι όμως σταθερή: διαφέρει μεταξύ πληθυσμών, μεταβάλλεται με τον χρόνο και επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες όπως η ταχύτητα διάγνωσης, η ποιότητα της ιατρικής φροντίδας, η ηλικία και άλλα δημογραφικά χαρακτηριστικά των ασθενών.
θόρυβος (ουσ. αρσ.) Παράγοντας ή μεταβλητή που δεν έχει ληφθεί υπόψη σε μία μελέτη ή ανάλυση με αποτέλεσμα να οδηγείται ο ερευνητής σε εσφαλμένα ή ελλιπή συμπεράσματα .
θύλακας (ουσ. αρσ.) Ασυνήθιστη συγκέντρωση συμβάντων υγείας, π.χ. κρουσμάτων μίας νόσου που ομαδοποιούνται στην ίδια περιοχή ή στον ίδιο χώρο και χρόνο και συνήθως υπερβαίνουν τον αναμενόμενο αριθμό
ΣΥΝ. κλάστερΒλ. και εστία ◆
Σε μερικές περιπτώσεις, χρησιμοποιείται ο όρος συστάδα, δάνειο από την ορολογία της στατιστικής.
ιαίνω (ρήμα) Θεραπεύω ◆ Σπάνιο ρήμα, από το οποίο χρησιμοποιούνται κυρίως παρελθοντικοί χρόνοι της μέσης φωνής: ιάθηκα, έχω ιαθεί.
ίαση (ουσ. θηλ.) Βλ. θεραπεία (σημ. 1) .
ιατρική μάσκα (ουσ. θηλ.) Κάλυμμα για τη μύτη και το στόμα που χρησιμοποιείται σε χώρους παροχής υπηρεσιών υγείας και είναι σχεδιασμένο για να προστατεύει τις επαφές του χρήστη, μειώνοντας τη διάδοση των αερογενώς μεταδιδόμενων μικροοργανισμών που προέρχονται από τις αναπνευστικές του εκκρίσεις
ΣΥΝ. χειρουργική μάσκα ◆
Η ιατρική μάσκα αποτελείται από τρία στρώματα ειδικών υλικών. Το εξωτερικό στρώμα (χρωματιστό) είναι και υγροαπωθητικό, ενώ το εσωτερικό (λευκό) απορροφά τους υδρατμούς της εκπνοής. Το φιλτράρισμα των μικροοργανισμών γίνεται από το μεσαίο στρώμα. Η μάσκα αυτή χρησιμοποιείται κυρίως στα χειρουργεία για να προστατέψει το χειρουργικό πεδίο (τα σημεία του σώματος του ασθενούς που χειρουργούνται) από πιθανές μολύνσεις.
ιατρικό προσωπικό (ουσ. ουδ.) Οι πιστοποιημένοι γιατροί που παρέχουν υπηρεσίες υγείας σε ένα νοσοκομείο ή άλλη αδειοδοτημένη εγκατάσταση που παρέχει υγειονομική περίθαλψη .
ιική αποβολή (ουσ. θηλ.) Η διαδικασία με την οποία ένας ιός, ύστερα από την αναπαραγωγή του στον ξενιστή, αρχίζει να καταστρέφει τα κύτταρα στα οποία έχει αναπαραχθεί και να απελευθερώνεται στον εξωκυττάριο χώρο μολύνοντας νέα κύτταρα ◆ Κατά την περίοδο της ιικής αποβολής, που μπορεί να αρχίσει και πριν από την εμφάνιση των συμπτωμάτων, ο ιός είναι ιδιαίτερα μεταδοτικός διότι κυκλοφορεί σε μεγάλες ποσότητες στους ιστούς και τα υγρά του οργανισμού.
ιικό φορτίο (ουσ. ουδ.) Η ποσότητα μονάδων ενός ιού που περιέχεται σε ένα οργανικό υγρό, συνήθως αίμα, ανά κυβικό χιλιοστό (ml)
ΣΥΝ. ιογενές φορτίο ◆
Υψηλό ιικό φορτίο σημαίνει μεγάλη πιθανότητα μετάδοσης του ιού. Όταν η θεραπεία οδηγεί σε μείωση του ιικού φορτίου ενός ατόμου, λέμε ότι έχει επιτευχθεί μη ανιχνεύσιμο ιικό φορτίο, κάτι που δεν σημαίνει ότι εξαλείφεται ο ιός, αλλά ότι το άτομο δεν μπορεί να τον μεταδώσει.
ιντερφερόνη (ουσ. θηλ.) Κατηγορία πρωτεΐνης που υπάρχει στον ανθρώπινο οργανισμό και έχει δειχθεί ότι δρα ανασταλτικά στον πολλαπλασιασμό ορισμένων ιών. Σήμερα οι ιντερφερόνες παρασκευάζονται και ως φάρμακα
ΑΛΛΙΩΣ: IFN ◆
Οι τύπου Ι αντιιικές ιντερφερόνες (άλφα και βήτα ιντερφερόνες) παράγονται από λευκά αιμοσφαίρια και ινοβλάστες σε απάντηση της εισβολής ενός παθογόνου, ιδιαίτερα ενός ιού, και κάνουν τα προσβεβλημένα κύτταρα ικανά να παράγουν αντιγόνα, ενώ παράλληλα αναστέλλουν την αναπαραγωγή του παθογόνου μέσα σε αυτά [16].
ιογενής ασθένεια (ουσ. θηλ.) Λοιμώδης ασθένεια που οφείλεται σε ιό .
ιογενής λοίμωξη (ουσ. θηλ.) Λοίμωξη που οφείλεται σε ιό
ΣΥΝ. ίωση.
ιός (ουσ. αρσ.) Λοιμώδης παράγοντας αποτελούμενος από μικρή ποσότητα γενετικού υλικού, DNA ή RNA, που περιέχεται σε ένα πρωτεϊνικό περίβλημα (καψίδιο) με μέγεθος από 0,025 μm μέχρι 0,25 μm και του οποίου το βασικό χαρακτηριστικό είναι ότι μπορεί να πολλαπλασιάζεται μέσα σε ένα κύτταρο άλλου οργανισμού χρησιμοποιώντας τους μηχανισμούς αναπαραγωγής του οργανισμού αυτού ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Σημασιολογικό δάνειο από το virus < λατ. virus «δηλητήριο», για το οποίο χρησιμοποιήθηκε το αρχ. ἰός «δηλητήριο» ◆ Οι ιοί δεν έχουν κυτταρική δομή και με την έννοια αυτή μπορούν να θεωρηθούν μεταβατικές μορφές ζωής, μεταξύ άψυχης και ζωντανής ύλης. Η αναπαραγωγή τους είναι διαφορετική από των έμβιων όντων: μην έχοντας κύτταρα που διαιρούνται, ένας ιός μπορεί να αναπτυχθεί και να αναπαραχθεί μόνο αφού μολύνει έναν ξενιστή. Οι ιοί είναι λοιπόν υποχρεωτικά ενδοκυτταρικά παράσιτα. Αφού ένας ιός εισέλθει στο κύτταρο-ξενιστή, μπορεί να πυροδοτήσει άμεσα μία νόσο ή να παραμείνει ανενεργός για χρόνια. Όταν ενεργοποιηθεί, μέσα στο μολυσμένο κύτταρο αρχίζουν να συναρμολογούνται νέοι ιοί. Οι νέοι ιοί είτε απελευθερώνονται καταστρέφοντας το κύτταρο-ξενιστή είτε αποσπώνται και μολύνουν άλλα κύτταρα, οπότε παράγονται πολλές χιλιάδες αντίγραφα του αρχικού ιού, με εξαιρετικά μεγάλη ταχύτητα. Έτσι, οι ιοί είναι εξαιρετικά λοιμογόνοι για τον άνθρωπο, προκαλώντας νόσους από το κοινό κρυολόγημα και διάφορες λανθάνουσες λοιμώξεις (έρπης) έως τον αιμορραγικό πυρετό του ιού Έμπολα. Επειδή οι ιοί χαρακτηρίζονται από συχνές μεταλλάξεις του γενετικού τους υλικού, ο ανθρώπινος οργανισμός δεν μπορεί να παράγει άμεσα αντισώματα έναντι του νέου, κάθε φορά, αντιγόνου, με αποτέλεσμα να απαιτείται συνεχώς δημιουργία νέων εμβολίων.
ιστορικό (ουσ. ουδ.) Σύνολο προσωπικών και ιατρικών πληροφοριών που καταγράφονται από έναν γιατρό, ώστε να διευκολυνθεί η διάγνωση και η παρακολούθηση του ασθενούς ◆ «Το ιστορικό καταγράφεται επίσημα από τον ιατρό αφού ολοκληρωθεί και η φυσική εξέταση του ασθενούς, φέρει την υπογραφή του ιατρού και όχι προφανώς του ασθενούς, και αποτελεί νομικό έγγραφο. Η αξιολόγηση και ιεράρχηση των πληροφοριών και η σχέση τους με το προς επίλυση ιατρικό πρόβλημα (=παρούσα νόσος) είναι μοναδική ευθύνη του ιατρού. Το ιστορικό, παγκοσμίως, απαρτίζεται από 5 συγκεκριμένα μέρη που περιγράφονται παρακάτω: 1) την αιτία εισόδου στο νοσοκομείο ή προσέλευσης στον ιατρό, 2) την παρούσα νόσο, 3) το ατομικό αναμνηστικό ή ιστορικό, 4) το οικογενειακό αναμνηστικό ή ιστορικό και 5) την ανασκόπηση κατά συστήματα» [105].
ιχνηλάτης (ουσ. αρσ.)
Βλ. εφαρμογή ιχνηλάτησης ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Νεολογισμός ◆
«Μη κερδοσκοπικές οργανώσεις, όπως το HealthMap και η OpenStreetMap, προσφέρουν επίσης «ιχνηλάτες» επιδημίας με βάση δεδομένα» [70].
ιχνηλάτηση επαφών (ουσ. θηλ.) Έρευνα που γίνεται για να εντοπιστούν τα άτομα που ήρθαν σε επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα μολυσματικής νόσου, ώστε να εμποδιστεί η εξάπλωσή της ◆ Σύμφωνα με το European Centre for Disease Prevention and Control, η ιχνηλάτηση αποτελεί μέρος της διαχείρισης της δημόσιας υγείας για την αντιμετώπιση μίας λοιμώδους νόσου [45].
ιχνηλάτηση θύλακα (ουσ. αρσ.) Ιχνηλάτηση μολυσματικής νόσου που γίνεται για ολόκληρο τον πληθυσμό ενός θύλακα, συνήθως σε συνδυασμό με περιοριστικά μέτρα .
ιχνηλατώ (ρήμα) Διεξάγω έρευνα κατάλληλη για να βρεθούν τα άτομα που ήρθαν σε επαφή με ένα επιβεβαιωμένο κρούσμα της νόσου, ώστε να εμποδιστεί η εξάπλωσή της .
κάθαρση (ουσ. θηλ.) Ολική απομάκρυνση ενός δεδομένου παθογόνου από ένα άτομο, ιδιαίτερα στο πλαίσιο των μεταδιδόμενων ασθενειών
Βλ. και εκρίζωση,
εξάλειψη ◆
Η κάθαρση διαπιστώνεται όταν το άτομο που είχε προσβληθεί έχει αρνητικά αποτελέσματα σε όλες τις διαθέσιμες δοκιμασίες.
καθολική απαγόρευση κυκλοφορίας (ουσ. θηλ.) Περιοριστικό μέτρο που συνίσταται σε πλήρη στέρηση του δικαιώματος των πολιτών να μετακινούνται ελεύθερα από τόπο σε τόπο, με στόχο να διακοπεί η διασπορά της νόσου
ΣΥΝ. γενική απαγόρευση κυκλοφορίας.
καραντίνα (ουσ. θηλ.) Περίοδος απομόνωσης ανθρώπων, ζώων ή και άβιων στοιχείων (εμπορευμάτων) που έρχονται από περιοχές όπου υπάρχει μία επιδημία και έχουν πιθανώς εκτεθεί σε παθογόνο παράγοντα. Στόχος της καραντίνας είναι η αποφυγή της διασποράς μίας νόσου: η διακοπή της σημαίνει ότι δεν αναμένεται πλέον δυνατότητα μετάδοσης
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Aπό το ιταλικό quarantina (θα μπορούσε να μεταφραστεί "σαραντάδα"), που λεγόταν επειδή παλιότερα διαρκούσε σαράντα μέρες
Βλ. και απομόνωση ◆
Η διάρκεια της καραντίνας αποφασίζεται ανάλογα με την επώαση που απαιτεί η αιτία της επιδημίας. Στην περίπτωση του κορονοϊού η περίοδος είναι 14 μέρες, στα γαλλικά μάλιστα δημιουργήθηκε η λέξη quatorzaine «καραντίνα δεκατεσσάρων ημερών» για την οποία προτείνουμε εδώ την χιουμοριστική απόδοση κατορζίνα.
κατορζίνα (ουσ. θηλ.) Καραντίνα δεκατεσσάρων ημερών που καθιερώθηκε κατά την πανδημία του κορονοϊού SARS-CoV-2 ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Νεολογισμός που δεν έχει καθιερωθεί στην ελληνική γλώσσα, από το γαλλ. quatorzaine ◆ Ευχαριστίες στην Κατερίνα Τοράκη από την ΕΛΕΤΟ που πρότεινε την ελληνική απόδοση.
κατώτερη αναπνευστική οδός (ουσ. θηλ.) Το τμήμα της αναπνευστικής οδού που περιλαμβάνει τους βρόγχους και τους πνεύμονες .
κατ’ εξαίρεση αδειοδότηση (ουσ. θηλ.) Χορήγηση αδείας κυκλοφορίας φαρμακευτικού προϊόντος χωρίς να πληρούνται οι ελάχιστες προϋποθέσεις που προβλέπει η σχετική νομοθεσία ◆ Τέτοιες άδειες χορηγούνται σπάνια και υπό συνθήκες που προβλέπονται σε ειδικές διατάξεις, π.χ. για την κάλυψη εκτάκτων αναγκών δημόσιας υγείας. Είναι προσωρινού χαρακτήρα και αίρονται με την άρση των επειγουσών συνθηκών.
καψίδιο (ουσ. ουδ.) Πρωτεϊνικό περίβλημα που προστατεύει το γενετικό υλικό ενός ιού .
κέρφιου (ουσ. ουδ.) (στην Κύπρο) Απαγόρευση κυκλοφορίας σε ορισμένες ώρες, συνήθως τις νυχτερινές ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Δάνειο από το αγγλ. curfew .
κλάστερ (ουσ. ουδ.)
Βλ. θύλακας Βλ. και εστία ◆
Στη στατιστική ο όρος μεταφράζεται ως ομάδα ή συστάδα.
κλείσιμο συνόρων (ουσ. ουδ.) Ένα από τα μέτρα που παίρνονται για να διακοπεί η διασπορά της νόσου, το οποίο συνίσταται σε διακοπή των οδικών, θαλάσσιων και αεροπορικών συνδέσεων ανάμεσα σε δύο κράτη
Βλ. και απαγόρευση εισόδου και εξόδου από τη χώρα.
κλειστή δομή (ουσ. θηλ.) Εγκατάσταση ή σύνολο εγκαταστάσεων όπου ένας πληθυσμός διαμένει σε συνθήκες υψηλού συγχρωτισμού, ενώ παράλληλα η επαφή με τον υπόλοιπο κόσμο είναι εξαιρετικά περιορισμένη ◆ Παραδείγματα κλειστών δομών δεν είναι μόνο οι καταυλισμοί προσφύγων, αλλά και τα νοσοκομεία, τα γηροκομεία, οι στρατώνες κλπ.
κλειστός πληθυσμός (ουσ. αρσ.) Σύνολο ατόμων που μοιράζονται μία μόνιμη ιδιότητα την οποία δεν αποβάλλουν ούτε μετά θάνατον
ΣΥΝ. κοόρτη,
σταθερός πληθυσμός ◆
Παράδειγμα κλειστού πληθυσμού μπορεί να είναι οι γυναίκες που γέννησαν σε ένα συγκεκριμένο έτος.
κλινική ανάκαμψη (ουσ. θηλ.) Η κλινική κατάσταση του ασθενούς που επιτρέπει την έξοδο από το νοσοκομείο και/ή την επιστροφή στο φυσιολογικό επίπεδο δραστηριότητας ◆ Η έννοια της κλινικής ανάκαμψης δεν είναι σταθερή, μπορεί να ορίζεται ανάλογα με την εκάστοτε ασθένεια και/ή την πρόοδο της έρευνας γύρω από αυτήν.
κλινική διάγνωση (ουσ. θηλ.) Διάγνωση που στηρίζεται αποκλειστικά στην εξέταση από τον γιατρό, χωρίς εργαστηριακά δεδομένα
Βλ. και εργαστηριακή διάγνωση.
κλινική μελέτη (ουσ. θηλ.) Οργανωμένο ιατρικό πείραμα σε ανθρώπους ώστε να μελετηθεί η επίδραση μίας θεραπευτικής ή διαγνωστικής παρέμβασης στην πρόληψη, πορεία και έκβαση μίας νόσου ή μίας παθολογικής κατάστασης .
κλινικό πρωτόκολλο (ουσ. ουδ.) Σύνολο οδηγιών διάγνωσης και θεραπείας μίας νόσου, µε βάση τα πορίσματα και την κλινική εφαρμογή της ιατρικής έρευνας ◆ Tα κλινικά πρωτόκολλα αποτελούν σχετικά πρόσφατη καινοτομία, θεωρούμενη από τους περισσότερους επαγγελματίες υγείας ως πολύ χρήσιμο εργαλείο στην καθημερινή κλινική πράξη σε σχέση με τη λήψη αποφάσεων [58].
κλινικό φάσμα (ουσ. ουδ.) Το σύνολο των εκδηλώσεων που μπορεί να παρουσιάσει μία νόσος, από την ασυμπτωματική φάση έως τις βαρύτερες εκδηλώσεις της .
κοινωνική αποστασιοποίηση (ουσ. θηλ.) Σύνολο προφυλάξεων που καλούνται να πάρουν όλοι οι πολίτες μίας χώρας για να περιορίσουν τη διάδοση μίας μολυσματικής νόσου και το οποίο βασίζεται, κυρίως, στην αποφυγή της σωματικής επαφής, άσχετα από την έκθεση καθενός ή όχι στη νόσο. Μεταξύ άλλων, συνιστάται στους πολίτες να μην συγκεντρώνονται σε ομάδες, να μην βγαίνουν από το σπίτι τους, να μην πλησιάζουν μεταξύ τους, να χαιρετούν ο ένας τον άλλο χωρίς επαφή των χεριών, χωρίς φιλιά και άλλου είδους αγγίγματα
ΣΥΝ. κοινωνική απομάκρυνση,
κοινωνική απόσταση ◆
«Η αυστηρή τήρηση των μέτρων κοινωνικής αποστασιοποίησης και η παράλληλη σωστή εφαρμογή των μέτρων ατομικής προστασίας περιορίζει τον ρυθμό διασποράς στην κοινότητα» [04]. Ο Γ. Μπαμπινιώτης πρότεινε την αντικατάσταση του όρου με το νεολογικό συμφυρμό αποστασίωση < απόσταση + ίωση, που όμως δεν μπόρεσε να καθιερωθεί από τη χρήση.
κοινωνική ύφεση Η επιδείνωση της ποιότητας των ανθρώπινων σχέσεων που προκύπτει από την υποχρεωτική, στο πλαίσιο της πανδημίας, μείωση της αλληλεπίδρασης των μελών μίας κοινότητας και την συνεπακόλουθη εξασθένηση των κοινωνικών δεσμών .
κοινωνικός απομονωτισμός (ουσ. αρσ.)
Βλ. κοινωνική αποστασιοποίηση ◆
Όρος που αποφεύγεται από τους επίσημους φορείς, πιθανόν επειδή παραπέμπει στην έννοια της κοινωνικής απομόνωσης, που έχει αποδειχθεί επικίνδυνη για την ψυχική υγεία.
κολλάω -ώ (ρήμα) 1.Μεταδίδω μία ασθένεια. 2.(για ασθένεια ή παθογόνο) Μεταδίδομαι, μεταφέρομαι σε έναν ευάλωτο ζωντανό οργανισμό ◆ Χρησιμοποιείται στον ανεπίσημο, προφορικό λόγο ως ισοδύναμο άλλοτε του μεταδίδω και άλλοτε του μολύνω.
κολλητικός -ή -ό (επίθ.) Βλ. μεταδοτικός ◆ Χρησιμοποιείται στον ανεπίσημο, προφορικό λόγο.
κορεσμός συστήματος υγείας (ουσ. θηλ.) Η πλήρωση της χωρητικότητας ενός συστήματος υγείας για μία συγκεκριμένη νόσο .
κορονόβλακας (ουσ. αρσ.) Που είναι τόσο ανόητος ώστε δεν καταλαβαίνει και δεν τηρεί τα μέτρα προστασίας της δημόσιας υγείας από τη διασπορά του κορονοϊού και της πανδημίας COVID-19 ΣΥΝ. κορονοκέφαλος, κορονοηλίθιος.
κορονοηλίθιος -α -ο (επίθ.) Βλ. κορονόβλακας ΣΥΝ. κορονοκέφαλος.
κορονοϊόπληκτος -η -ο (επίθ.) 1.Που έχει πληγεί από τα μέτρα για την αντιμετώπιση της πανδημίας COVID-19. 2.Που έχει προσβληθεί από κορονοϊό ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Νεολογισμός που εμφανίστηκε τον Απρίλιος 2020, στο πλαίσιο της πανδημίας COVID-19. Σχηματισμός διαφορετικός από αυτόν που θα έδινε το β’ συνθετικό -βλητος (π.χ. στο πανωλόβλητος που σημαίνει αυτόν που νοσεί), παρόλο που χρησιμοποιήθηκε και με αυτή τη σημασία ◆ Ευχαριστίες στον Νίκο Σαραντάκο που εντόπισε τον νεολογισμό, όπως τον χρησιμοποίησε ο οικονομολόγος Στάθης Σχινάς, στο Κόκκινο, στις 27/04/20.
κορονοϊός (ουσ. αρσ.) 1.Οικογένεια ιών RNA, που ονομάστηκαν coronoviridae από τη χαρακτηριστική στεφάνη (λατινικά corona) που περιβάλλει τον κύριο όγκο τους. Οι μέχρι σήμερα γνωστοί κορονοϊοί που προσβάλλουν τον άνθρωπο είναι επτά και οι τρεις από αυτούς (SARS-CoV, MERS-CoV, SARS-CoV-2) προκαλούν σοβαρές λοιμώξεις στο ανώτερο και κατώτερο αναπνευστικό σύστημα, ενώ οι υπόλοιποι προκαλούν λιγότερο σοβαρές λοιμώξεις. 2.Ανακριβής, αλλά πολύ διαδεδομένος στη διάρκεια της πανδημίας COVID-19, τρόπος αναφοράς στον ιό coronavirus SARS-CoV-2 και, συνεκδοχικά, στην ίδια την πανδημία ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Η πρώτη καταγραφή του όρου εμφανίζεται στον πληθυντικό αριθμό, σε ένα σύντομο άρθρο με τίτλο “Coronaviruses” στη στήλη “News and Views” του περιοδικού Nature, τόμος 220, αριθμ. 5168, 16 Νοεμβρίου 1968, σ. 650. Στα ελληνικά: - Ο τύπος κοροναϊός δεν συμβαδίζει με τη γενικότερη τάση της νεοελληνικής που προτιμά το συνθετικό φωνήεν -ο-. - Το κορωνιός δεν προτιμήθηκε λόγω της συνίζησης, όπως και η δύσχρηστη γραφηματική απόδοση κορων-ιός (με παύλα). - Η ορθογράφηση με όμικρον ανταποκρίνεται στην εξελικτική πορεία της λέξης, ορισμένοι όμως επιμένουν στις γραφές κορώνα και κορωνοϊός (την οποία επέλεξε και η Πολιτεία στην ΠΝΠ) με στόχο να καταστήσουν οπτικά σαφές ότι η λατινική λέξη corona προέρχεται από την αρχαία κορώνη [72]. Στο παρόν χρησιμοποιούμε τη γραφή κορονοϊός, εκτός αν πρόκειται για παράθεση από κάποια πηγή, οπότε διατηρούμε την ορθογραφία του πρωτοτύπου ΑΛΛΙΩΣ: κοροναϊός, κορωνοϊός, κορωναϊός ◆ Ένας κορονοϊός ήταν υπεύθυνος για μία επιδημία σοβαρού οξέως αναπνευστικού συνδρόμου το 2002 στη Κίνα, ένας άλλος προκάλεσε το αναπνευστικό σύνδρομο της Μέσης Ανατολής (MERS), το 2012. Στα τέλη του 2019, εμφανίστηκε o SARS-CoV-2, ο οποίος προκάλεσε την πανδημία COVID-19 [02].
κορονοϊός αναπνευστικού συνδρόμου Μέσης Ανατολής (ουσ. αρσ.) Ο κορονοϊός που προκάλεσε την επιδημία MERS του 2012
ΣΥΝ. MERS-CoV,
κορονοϊός MERS-CoV.
κορονοϊός σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου (ουσ. αρσ.)
1.Ο κορονοϊός SARS-CoV που προκάλεσε την επιδημία SARS του
2003. 2.Καθένας από τους δύο μέχρι σήμερα γνωστούς κορονοϊούς που προκαλούν σοβαρό οξύ αναπνευστικό σύνδρομο, ο SARS-CoV ή o SARS-CoV-2
ΑΛΛΙΩΣ: κορονοϊός Βλ. και MERS-CoV.
κορονοϊός σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου 2 (ουσ. αρσ.) Ο κορονοϊός που προκάλεσε την πανδημία Covid-19
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εξηγεί ότι κάθε ιός κατονομάζεται με βάση τη γενετική του δομή για να διευκολύνεται η ανάπτυξη διαγνωστικών εξετάσεων, εμβολίων και φαρμάκων και γι’ αυτό δεν έχει το ίδιο όνομα με την ασθένεια που προκαλεί [10]
ΣΥΝ. SARS-CoV-2,
κορονοϊός SARS-CoV-2,
κορωνοϊός 2019Βλ. και 2019-novel Corona Virus ◆
Coronavirus SARS-CoV-2 είναι το επίσημο όνομα που έχει εγκριθεί από τη Διεθνή Επιτροπή Ταξινόμησης Ιών (ICTV). Ωστόσο, ο ΠΟΥ συνιστά, σε επικοινωνιακά πλαίσια προβολής, δημοσιογραφίας ή δημόσιας υγείας να χρησιμοποιούνται επεξηγήσεις όπως ο ιός που είναι υπεύθυνος για τη νόσο COVID-19 ή ο κορονοϊός της COVID-19 για να αποφευχθεί η σύγχυση με τον SARS-CoV. [03].
κορονοκέφαλος -α -ο (επίθ.) Βλ. κορονόβλακας ΣΥΝ. κορονοηλίθιος.
κορονοομόλογο (ουσ. ουδ.) Ομόλογο κοινής έκδοσης των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που σχεδιάστηκε ειδικά για να αντιμετωπιστούν οι έκτακτες ανάγκες που δημιούργησε η πανδημία του κορονοϊού SARS-CoV-2 ◆ Το ομόλογο είναι ένας τίτλος δανείου (χρεόγραφο) του οποίου την ονομαστική αξία ο εκδότης (συνήθως το κράτος) αναλαμβάνει να πληρώσει σε ορισμένη ημερομηνία, ενώ οι τόκοι προκαταβάλλονται σε τακτά χρονικά διαστήματα.
κορύφωση (ουσ. θηλ.) Το χρονικό σημείο στο οποίο έχουμε τον μεγαλύτερο αριθμό ενεργών κρουσμάτων .
κρούσμα (ουσ. ουδ.) Άτομο με συγκεκριμένη ασθένεια ή άλλη διαταραχή υγείας, είτε νοσεί είτε όχι
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: ελνστ. κροῦσμα «χτύπημα»
ΣΥΝ. περιστατικό ◆
Αν και στην πράξη αυτό δεν τηρείται, πολλοί συνιστούν τη διάκριση μεταξύ των όρων κρούσμα και ασθενής [33].
κυτταροκίνη (ουσ. θηλ.) Κατηγορία πρωτεϊνών που παράγονται σε αντίδραση έναντι φλεγμονών και ρυθμίζουν ανοσολογικά θέματα και λειτουργίες, προκαλώντας διάφορες μεταβολές στα κύτταρα ενός οργανισμού .
μαζικά τεστ (ουσ. ουδ., πληθ.) Ανίχνευση μίας ασθένειας με χρήση απλών εξετάσεων σε φαινομενικά υγιή άτομα που ενδέχεται να διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο μόλυνσης ◆ Εξίσου έγκυρος θα ήταν ο όρος μαζική ανιχνευτική δοκιμασία ή μαζικός ανιχνευτικός έλεγχος, στην πανδημία COVID-19 όμως υπερίσχυσε η ονομασία μαζικά τεστ.
μάσκα N95 (ουσ. θηλ.) Συσκευή που καλύπτει τη μύτη και το στόμα και φιλτράρει τον αέρα που εισπνέει ο χρήστης παρέχοντάς του, κατά τουλάχιστον 95%, προστασία από αερογενώς μεταδιδόμενους μικροοργανισμούς ◆ Αντιστοιχεί στην ευρωπαϊκή FFP2.
μάσκα τύπου FFP (ουσ. θηλ.) Συσκευή που καλύπτει τη μύτη και το στόμα και φιλτράρει τον αέρα που εισπνέει ο χρήστης παρέχοντάς του προστασία από αερογενώς μεταδιδόμενους μικροοργανισμούς ΑΛΛΙΩΣ: FFP: filtering facepiece ◆ Οι μάσκες αυτές κατατάσσονται ως P1, P2 ή P3 ανάλογα με τη δυνατότητα φιλτραρίσματος (χαμηλή, μεσαία, υψηλή). Η P2 είναι το αντίστοιχο της αμερικανικής Ν95.
μάσκα υψηλής αναπνευστικής προστασίας (ουσ. θηλ.) Συσκευή που κατατάσσεται στον εξοπλισμό ατομικής προστασίας του υγειονομικού προσωπικού, σχεδιασμένη για να φιλτράρει τον αέρα που εισπνέει ο χρήστης που εκτίθεται σε αερογενώς μεταδιδόμενους μικροοργανισμούς .
μέσα ατομικής προστασίας (ουσ. ουδ., πληθ.) Αντικείμενα και ουσίες που μπορεί κάποιος να χρησιμοποιήσει για απολύμανση και προστασία από μία μόλυνση. Πρόκειται κυρίως για ιατρικές μάσκες, αντισηπτικά διαλύματα και αντισηπτικά μαντηλάκια ◆ Διαφέρουν από τον εξοπλισμό ατομικής προστασίας γιατί είναι φτιαγμένα για να χρησιμοποιούνται από το ευρύ κοινό και όχι από επαγγελματίες.
μετά (τον) κορονοϊό (φράση) Ορόσημο περιοδολόγησης του 21ου αιώνα, που αναφέρεται στην εμφάνιση της πανδημίας που προκάλεσε ο κορονοϊός SARS-CoV-2 το 2019 ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Νεολογισμός ◆ Χρησιμοποιείται συνήθως ως άκλιτο επίθετο για να προσδιορίσει ουσιαστικά όπως εποχή, ζωή, κόσμος, κανονικότητα κλπ.
μεταδίδω (ρήμα μτβ.) Μεταφέρω μία νόσο σε έναν ζωντανό οργανισμό, μέσω επαφής είτε με άλλο οργανισμό είτε με μολυσμένη επιφάνεια (αέρας, νερό, αντικείμενα, τρόφιμα…) ◆ «Οι κορωνοϊοί μεταδίδονται κυρίως μέσω μεγάλων αναπνευστικών σταγονιδίων και επαφής, αλλά ενδεχομένως να υπάρχουν και άλλοι τρόποι μετάδοσης που δεν είναι ακόμη γνωστοί» [22].
μετάδοση (ουσ. θηλ.) Μεταφορά ενός παθογόνου παράγοντα σε ευάλωτο ζωντανό οργανισμό, είτε μέσω επαφής με άλλο οργανισμό, είτε με ενδιάμεσο ξενιστή, είτε μέσω μολυσμένων άβιων αντικειμένων, περιλαμβανομένων τροφής, νερού και αέρος ◆ «Παρ’ ότι είναι ακόμα άγνωστο σε ποιο χρονικό σημείο μηδενίζεται ο κίνδυνος μετάδοσης της λοίμωξης από το περιβάλλον, εκτιμάται ότι αυτός θα μειωθεί με την πάροδο του χρόνου. Μελέτες που έχουν γίνει με τους ιούς SARS-CoV και MERS-CoV δείχνουν ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, ο κίνδυνος είναι πιθανό να μειωθεί σημαντικά μέσα σε 72 ώρες» [22].
μετάδοση από άνθρωπο σε άνθρωπο (ουσ. θηλ.) Μορφή άμεσης μετάδοσης μίας νόσου, που γίνεται π.χ. μέσω των σταγονιδίων της εκπνοής
ΣΥΝ. ανθρωπονοτική μετάδοση.
μετάδοση από ζώο σε άνθρωπο (ουσ. θηλ.) Μετάδοση μίας νόσου είτε μέσω επαφής με ζώο (π.χ. από δάγκωμα, μέσω μολυσμένου κρέατος, μέσω νερού μολυσμένου από κόπρανα ζώων) είτε από ζώο-φορέα μίας μόλυνσης (π.χ. έντομο)
ΣΥΝ. ζωονοτική μετάδοση.
μετάδοση μέσω άβιας ύλης (ουσ. θηλ.) Μορφή έμμεσης μετάδοσης μίας νόσου, που γίνεται μέσω ενός αντικειμένου ή άβιου στοιχείου (π.χ. τροφίμου ή νερού) .
μετάδοση μέσω αέρος (ουσ. θηλ.) Μορφή έμμεσης μετάδοσης μίας νόσου, που γίνεται με την εισπνοή μικροσκοπικών (<5 μm) αερομεταφερόμενων σωματιδίων ενός παθογόνου ή με μολυσμένη σκόνη
ΣΥΝ. αερογενής μετάδοση ◆
Η μετάδοση μέσω αέρος είναι διαφορετική από την μετάδοση μέσω σταγονιδίων, καθώς αναφέρεται στην παρουσία μικροβίων εντός των πυρήνων των σταγονιδίων, τα οποία μπορεί να παραμείνουν στον αέρα για μεγάλες χρονικές περιόδους και να μεταδίδονται σε αποστάσεις μεγαλύτερες του ενός μέτρου. Η αιώρηση, δηλαδή η συνεχής κυκλοφορία στον αέρα, οφείλεται στο πολύ μικρό βάρος των σωματιδίων [73]. Με τον τρόπο αυτό ο λοιμογόνος παράγοντας μπορεί να διασπαρεί σε μεγάλη έκταση [07].
μετάδοση μέσω ενδιάμεσου ζωντανού οργανισμού (ουσ. θηλ.) Μορφή έμμεσης μετάδοσης μίας νόσου, που γίνεται μέσω ενός ζωντανού ενδιάμεσου ξενιστή .
μετάδοση μέσω οχήματος (ουσ. θηλ.) Βλ. μετάδοση μέσω άβιας ύλης .
μετάδοση μέσω σταγονιδίων (ουσ. θηλ.) Μορφή άμεσης μετάδοσης μίας νόσου, που γίνεται όταν το παθογόνο μεταφέρεται από σταγονίδια που απελευθερώνονται από έναν φορέα και ταξιδεύουν στο περιβάλλον, σε απόσταση μικρότερη των δύο μέτρων, και έρχονται έτσι σε επαφή με τον αναπνευστικό βλεννογόνο του ξενιστή .
μετάδοση στην κοινότητα (ουσ. θηλ.) Μετάδοση νόσου από άνθρωπο σε άνθρωπο εκτός κλειστών δομών, για την οποία δεν υπάρχει τρόπος να γίνει ιχνηλάτηση ή της οποίας η πηγή παραμένει άγνωστη .
μεταδοτικός -ή -ό (επίθ.) 1.Που μπορεί να μεταδοθεί σε έναν ευάλωτο ζωντανό οργανισμό μέσω επαφής είτε με άλλο οργανισμό είτε με ενδιάμεσο ξενιστή. 2.Που μπορεί να μεταδώσει μία νόσο είτε μέσω επαφής, είτε ως ενδιάμεσος ξενιστής ΣΥΝ. κολλητικός -ή -όΒλ. και μολυσματικός ◆ Οτιδήποτε είναι μεταδοτικό είναι αυτόματα και μολυσματικό, αλλά όχι και το αντίστροφο: η τροφική δηλητηρίαση είναι μολυσματική, αλλά δεν είναι μεταδοτική, ενώ ο κορονοϊός, από την άλλη πλευρά, είναι τόσο μεταδοτικός όσο και μολυσματικός [31]. Παρ’ όλα αυτά, η σύγχυση των δύο όρων είναι συνηθισμένη και συχνά διαβάζουμε διατυπώσεις όπως: «Στα μολυσματικά νοσήματα υπάγονται και τα λοιμώδη ή μεταδοτικά, καθώς και τα παρασιτικά νοσήματα» [25].
μετάλλαξη (ουσ. αρσ.) Αλλαγή στο γενετικό υλικό ενός οργανισμού που γίνεται είτε στη φύση με τυχαίο ‑και άρα απρόβλεπτο τρόπο‑ είτε τεχνητά και ελεγχόμενα σε εργαστηριακό περιβάλλον για ερευνητικούς σκοπούς .
μεταλλάσσομαι (ρήμα, αμτβ.) Υφίσταμαι μετάλλαξη ◆ Όταν ένας ιός μεταλλάσσεται, τα αντισώματα που έχει αναπτύξει ο οργανισμός μπορεί να μην είναι τόσο αποτελεσματικά. Είναι αυτό που συμβαίνει π.χ. με τον ιό της γρίπης για τον οποίο λέμε ότι αναπτύσσουμε μερική ανοσία και κάνουμε νέο εμβόλιο κάθε χρόνο.
μέτρα ατομικής προστασίας (ουσ. ουδ., πληθ.) Σύνολο από μέτρα που πρέπει να παίρνουν οι εργαζόμενοι στον τομέα της υγείας, κυρίως σε σχέση με τη χρήση του εξοπλισμού ατομικής προστασίας, για να προστατευτούν από επαγγελματικούς κινδύνους
ΑΛΛΙΩΣ: μέτρα προστασίας ατόμου .
μέτρα ιχνηλάτησης κρουσμάτων (ουσ. ουδ., πληθ.) Σύνολο μέτρων που έχουν σκοπό τη διευκόλυνση της ανεύρεσης όλων των πρόσφατων επαφών κάθε κρούσματος μίας μεταδοτικής νόσου, ώστε να γίνει έγκαιρη ταυτοποίηση όσων μολύνθηκαν και να αποφευχθεί περαιτέρω διασπορά της νόσου .
μέτρα στήριξης (των εργαζομένων/των επιχειρήσεων) (ουσ. ουδ., πληθ.) Βλ. μηχανισμός στήριξης .
μη ιατρική μάσκα (ουσ. θηλ.) Κάλυμμα για τη μύτη και το στόμα, συνήθως από βαμβακερό ύφασμα ή χαρτί, που δεν προορίζεται για χρήση σε δομές παροχής υπηρεσιών υγείας
ΣΥΝ. μάσκα κοινότητας.
μηχανική μετάδοση (ουσ. θηλ.) Μορφή έμμεσης μετάδοσης μίας νόσου, που γίνεται μέσω ενός ενδιάμεσου ξενιστή εντός του οποίου ο μολυσματικός παράγοντας δεν υφίσταται βιολογικές αλλαγές πριν μεταδοθεί στον ξενιστή
ΑΝΤ. βιολογική μετάδοση ◆
Αυτός ο τύπος ενδιάμεσου ξενιστή ονομάζεται ψευδής ενδιάμεσος ξενιστής.
μηχανική υποστήριξη αναπνοής (ουσ. θηλ.) Θεραπεία για ασθενείς με βλάβη των αεροφόρων οδών που συνίσταται σε συμπλήρωση ή υποβοήθηση της φυσικής αναπνοής με χρήση αναπνευστήρα .
μηχανισμοί ελέγχου της εφαρμογής κατεπειγόντων μέτρων αντιμετώπισης της διασποράς του κορονοϊού (φράση) Ειδικοί μηχανισμοί της ελληνικής πολιτείας που δημιουργήθηκαν και ενεργοποιήθηκαν για να εξασφαλίζουν ότι μπορεί να αντιλαμβάνεται άμεσα την μη εφαρμογή, τα κενά, τη μη αντίληψη ή και την παραβίαση των μέτρων αντιμετώπισης της διασποράς του κορονοϊού, ώστε να προβαίνει στις αναγκαίες διορθωτικές κινήσεις για να επιτευχθεί η μέγιστη αποτελεσματικότητα των μέτρων ◆ «Αρμόδιες αρχές για τη διασφάλιση της εφαρμογής των κατεπειγόντων μέτρων της από 25.2.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, της από 11.3.2020 Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου, της παρούσας, καθώς και των κατ’ εξουσιοδότηση αυτών πράξεων, μέσω της διαπίστωσης των παραβάσεων και της επιβολής διοικητικών προστίμων είναι το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (Σ.ΕΠ.Ε.), οι Υγειονομικές Υπηρεσίες των ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού, η Ελληνική Αστυνομία, η Δημοτική Αστυνομία και οι Λιμενικές Αρχές στην περιοχή ευθύνης τους, καθώς και η Εθνική Αρχή Διαφάνειας (Ε.Α.Δ.) του άρθρου 82 του ν. 4622/2019 (Α’ 133). Όργανα ελέγχου αποτελούν οι επιθεωρητές-ελεγκτές του Σ.ΕΠ.Ε., τα αρμόδια υγειονομικά όργανα των Υγειονομικών Υπηρεσιών των ΟΤΑ α΄ και β΄ βαθμού, το ένστολο προσωπικό της Ελληνικής Αστυνομίας, της Δημοτικής Αστυνομίας, το ένστολο προσωπικό των Λιμενικών Αρχών, καθώς και οι επιθεωρητές-ελεγκτές της Ε.Α.Δ.» [62].
μηχανισμός στήριξης (των εργαζομένων/των επιχειρήσεων) (ουσ. αρσ.) Σύνολο υποστηρικτικών μέτρων και ενεργειών για επιχειρήσεις ή εργαζόμενους με σχέση εξαρτημένης εργασίας που στερούνται τα εισοδήματά ή την εργασία τους, ως αποτέλεσμα των μέτρων αντιμετώπισης της πανδημίας .
μικροβιακή αντοχή (ουσ. θηλ.) Η ικανότητα των μικροοργανισμών να αναπτύσσουν νέα στελέχη που δεν εξαλείφονται από τις αντιμικροβιακές ουσίες (π.χ. αντιβιοτικά) όπως τα προηγούμενα ◆ Η ανάπτυξη της αντοχής είναι ένα βιολογικό φαινόμενο το οποίο διαχρονικά αποτελεί πολύ μεγάλη απειλή για τη δημόσια υγεία, εφόσον τα νέα στελέχη επιβιώνουν, πολλαπλασιάζονται και μεταφέρουν τις ικανότητές τους στις επόμενες γενιές μικροοργανισμών [93].
μικρόβιο (ουσ. ουδ.) Γενική ονομασία για πολλά είδη απλών, κατά κανόνα μονοκύτταρων, οργανισμών, που έχουν μέγεθος μικρότερο από 0,1 mm και δεν διακρίνονται με γυμνό μάτι ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Η λέξη πρωτοδημιουργήθηκε στα γαλλικά (1878) από τα αρχ. ελληνικά στοιχεία μικρό- και βί(ος) δίνοντας το microbe που μεταφράστηκε ως μικρόβιο(ν) το 1889 .
μόλυνση (ουσ. θηλ.) Είσοδος σε ζωντανό οργανισμό (άνθρωπο ή ζώο) ενός παθογόνου μικροοργανισμού, είτε άμεσα, από επαφή με άλλο οργανισμό που ήδη είναι μολυσμένος (είτε νοσεί είτε όχι), είτε έμμεσα, από μολυσμένα αντικείμενα ή τρόφιμα
ΣΥΝ. προσβολήΒλ. και λοίμωξη ◆
Η μόλυνση, που είναι το πρώτο στάδιο του κύκλου μίας νόσου και σημαίνει ότι το παθογόνο έχει ξεπεράσει τους μηχανισμούς της εξωτερικής άμυνας του οργανισμού, μπορεί να αποφευχθεί σε μεγάλο βαθμό τηρώντας τους κανόνες υγιεινής. Δεν πρέπει να συγχέεται με τη λοίμωξη, η οποία συνδέεται υποχρεωτικά με φλεγμονή [32].
μολύνω (ρήμα, μτβ.) Εισάγω σε ζωντανό οργανισμό (άνθρωπο ή ζώο) ένα παθογόνο, είτε άμεσα, από επαφή με άλλο μολυσμένο οργανισμό (είτε νοσεί είτε όχι), είτε έμμεσα, από μολυσμένα αντικείμενα ή τρόφιμα
ΣΥΝ. προσβάλλω.
μολυσματική ασθένεια (ουσ. θηλ.) Ασθένεια που προέρχεται από μόλυνση, δεν είναι όμως απαραίτητα μεταδοτική ◆ Συχνά ο όρος χρησιμοποιείται ως συνώνυμο των λοιμώδης, λοιμογόνος, μεταδοτική, μεταδιδόμενη ασθένεια, κάτι όμως που δεν είναι ακριβές. Για το θέμα αυτό, βλ. και μολυσματικός.
μολυσματική δόση (ουσ. θηλ.) Η ελάχιστη ποσότητα όμοιων ιών που όταν εισέλθει στον οργανισμό μπορεί να προκαλέσει μόλυνση
ΣΥΝ. ελάχιστη μολυσματική δόση,
ελάχιστη λοιμογόνος δόση, λοιμογόνος δόση ◆
Η μολυσματική δόση ποικίλλει ανάλογα με την ανοσολογική κατάσταση και τη φυσιολογία κάθε οργανισμού. Η ελάχιστη μολυσματική δόση εξαρτάται από την ηλικία και την κατάσταση του ξενιστή, την πύλη εισόδου του λοιμογόνου παράγοντα, την ενδεχόμενη τοπική καταστροφή των ιστών κλπ. Όσο πιο δραστικός είναι ένα ιός, τόσο χαμηλότερη είναι η μολυσματική δόση. Όταν η μολυσματική δόση είναι σχετικά χαμηλή, έχουμε μεγάλη ταχύτητα εξάπλωσης της νόσου.
μολυσματικός -ή ό (επίθ.) Που παράγει ή μπορεί να παραγάγει μόλυνση επειδή περιέχει παθογόνους παράγοντες, χωρίς όμως να έχει την ιδιότητα της μεταδοτικότητας Βλ. και λοιμώδης, λοιμογόνος ◆ Για τη σύγχυση μεταξύ μολυσματικού και μεταδοτικού, βλ. μεταδοτικός -ή -ό.
μολυσματικότητα (ουσ. θηλ.) Ικανότητα ενός λοιμογόνου παράγοντα να μολύνει τον αντίστοιχο ξενιστή, δηλαδή να εγκαθίσταται και να πολλαπλασιάζεται ή να αναπτύσσεται σ’ αυτόν, χωρίς υποχρεωτικά να δημιουργεί έκδηλη νόσο
Βλ. και παθογονικότητα,
λοιμογόνος δύναμη ◆
Είναι ένα από τα χαρακτηριστικά ενός λοιμογόνου παράγοντα που επηρεάζουν την επιδημιολογία των αντιστοίχων νοσημάτων.
μολυσμένος -η -ο (μτχ.) Που έχει μολυνθεί από παθογόνο και μπορεί να το μεταφέρει σε ζωντανούς οργανισμούς ◆ Μπορεί να πρόκειται για άνθρωπο, ζώο, φυτό, αλλά και για στοιχείο του άβιου περιβάλλοντος: αντικείμενο, τρόφιμο, νερό, έδαφος κλπ.
μονάδα αυξημένης φροντίδας (ουσ. θηλ.) Νοσοκομειακή μονάδα που παρέχει συνεχή παρακολούθηση και φροντίδα, κυρίως σε ασθενείς που η κλινική τους κατάσταση είναι αρκετά βελτιωμένη και χωρίς ανάγκη ειδικών μέσων υποστήριξης, ώστε να μπορούν να εξέλθουν από την ΜΕΘ .
μονάδα εντατικής θεραπείας (ουσ. θηλ.) Νοσοκομειακή μονάδα ειδικά διαμορφωμένη για ασθενείς που, λόγω της φύσης της νόσου τους, χρειάζονται συνεχή παρακολούθηση και ειδικά μέσα και όργανα υποστήριξης ή/και παρακολούθησης των ζωτικών λειτουργιών τους, και στελεχωμένη με κατάλληλα εκπαιδευμένο προσωπικό
ΑΛΛΙΩΣ: ΜΕΘ ◆
Στα μεγάλα νοσοκομεία, οι ΜΕΘ μπορεί να απευθύνονται σε συγκεκριμένες ομάδες ασθενών, π.χ. σε χειρουργικά περιστατικά, σε εκτεθειμένα νεογνά, σε ασθενείς με εγκαύματα, με λοιμώδεις νόσους κλπ.
μοριακή ανίχνευση (ουσ. θηλ.)
Βλ. μοριακός έλεγχος ◆
Η ανίχνευση των ιών με μεθόδους μοριακής βιολογίας (PCR πραγματικού χρόνου) σε ρινικά ή φαρυγγικά επιχρίσματα αποτελεί την πλέον αξιόπιστη μέθοδο με ποσοστά ευαισθησίας και ειδικότητας που αγγίζουν το 100%.
μοριακός έλεγχος (ουσ. αρσ.) Μέθοδος ανίχνευσης ιών, παθολογιών ή άλλων παραγόντων που βασίζεται σε ανίχνευση των νουκλεϊνικών οξέων DNA και RNA, δηλαδή του πολλαπλασιασμού του παθογόνου παράγοντα στα βιολογικά υγρά του υπό διερεύνηση οργανισμού ◆ «Με τον μοριακό έλεγχο στο αίμα, επιτυγχάνουμε την ανίχνευση του ίδιου του αιτιολογικού παράγοντα της λοίμωξης, δηλαδή του γενετικού υλικού του ιού και όχι των αντισωμάτων που ο ιός αυτός θα προκαλέσει μετά την είσοδο του στον οργανισμό του ανθρώπου» [34].
Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ουσ. αρσ.) Διεθνής οργανισμός που ασχολείται με τη διεθνή δημόσια υγεία
ΑΛΛΙΩΣ: ΠΟΥ ◆
Ο ΠΟΥ είναι υπηρεσία του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
πάθηση (ουσ. θηλ.)
Βλ. ασθένεια ΣΥΝ. αρρώστια,
νόσημα,
νόσος ◆
Στην καθημερινή γλώσσα εμφανίζεται ως συνώνυμο της λέξης ασθένεια, ενώ στην ιατρική χρησιμοποιείται κυρίως για να κατονομάσει συγκεκριμένες ασθένειες.
παθητική ανοσία (ουσ. θηλ.) Επίκτητη ανοσία που παρέχεται από αντισώματα που παράγονται σε άλλο ξενιστή και αποκτάται φυσικά από το βρέφος μέσω της μητέρας ή τεχνητά με χορήγηση φαρμακευτικού σκευάσματος που λέγεται ορός αντισωμάτων
ΑΝΤ. ενεργητική ανοσία.
παθητικός φορέας (ουσ. αρσ.) Άψυχο αντικείμενο (ύφασμα, σκεύος, εργαλείο…) που μπορεί να μεταδώσει μία λοίμωξη επειδή έχει μολυνθεί από παθογόνο μικροοργανισμό .
παθογένεια (ουσ. θηλ.) Το σύνολο των προβλημάτων που προκαλεί μία νόσος ή άλλο παθογόνο αίτιο σε έναν ζωντανό οργανισμό
Βλ. και παθογένεια ◆
Παρόλο που στα λεξικά η παθογένεια ορίζεται συχνά ως «μελέτη του μηχανισμού με τον οποίο διάφορα παθογόνα αίτια προκαλούν τις νόσους, τις παθήσεις σε έναν οργανισμό», η χρήση της λέξης είναι αυτή που αναφέρεται στον ορισμό [37].
παθογονικότητα (ουσ. θηλ.) Ικανότητα ενός λοιμογόνου παράγοντα να προκαλεί έκδηλη νόσο στον ξενιστή
Βλ. και μολυσματικότητα,
λοιμογόνος δύναμη ◆
Μέτρο της παθογονικότητας είναι το ποσοστό των μολυσμένων ατόμων που αναπτύσσει κλινικά έκδηλα συμπτώματα. Οι ασθένειες υψηλής παθογονικότητας χαρακτηρίζονται από λίγα κρούσματα με υποκλινικές εκδηλώσεις, ενώ στις ασθένειες χαμηλής παθογονικότητας τα περισσότερα κρούσματα είναι υποκλινικά.
παθογόνο (ουσ. ουδ.) Μικροοργανισμός που μπορεί να προκαλέσει λοίμωξη και να βλάψει τον ξενιστή του, π.χ. με το να ανταγωνίζεται μαζί του για τους μεταβολικούς πόρους του, να καταστρέφει τα κύτταρα ή τους ιστούς του ή να εκκρίνει τοξίνες .
παθογόνος -ος/-α -ο (επίθ.) Αυτός που έχει τη δυνατότητα να προκαλέσει νόσο σε έναν ζωντανό οργανισμό ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Λόγιο δάνειο < γαλλ. pathogène < patho- < αρχ. πάθο(ς) + -gène «-γόνος» .
πανδημία (ουσ. θηλ.) 1.Επιδημία που εξαπλώνεται με ταχύτητα σε πολλές χώρες και σε περισσότερες από μία ηπείρους, καταλαμβάνοντας όλη την έκταση μεγάλων περιοχών και απειλώντας να προσβάλει το μεγαλύτερο μέρος του παγκόσμιου πληθυσμού.2.Συνεκδοχικά, η διάρκεια μίας πανδημίας ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Ενώ η λέξη επιδημία είναι ελληνική, η πανδημία είναι λόγιο δάνειο < νεολατ. pandemia που σχηματίστηκε κατά το epidemia < αρχ. ἐπιδημία. Διαφορετική είναι η αρχαία λέξη πανδημία που είχε τη σημασία «όλος ο λαός» .
πανδημία ΣΟΑΣ (SARS) του 2020 (ουσ. θηλ.) Επιδημία σοβαρού οξέος αναπνευστικού συνδρόμου που εκδηλώθηκε τον Δεκέμβρη του 2019 στην πόλη Ουχάν της Κίνας και στη συνέχεια επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον πλανήτη ◆ Πιθανή δεξαμενή θεωρήθηκαν οι νυχτερίδες, δεν υπάρχουν όμως τεκμηριωμένες περιπτώσεις άμεσης μετάδοσης του συγκεκριμένου κορονοϊού από νυχτερίδα σε άνθρωπο. Αυτό σημαίνει είτε ότι υπήρξε ενδιάμεσος ξενιστής, είτε ότι ο ιός εξελίχθηκε στην παθογόνο μορφή του μετά την εισαγωγή του στον ανθρώπινο πληθυσμό [15].
παραβίαση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα (ουσ. θηλ.) Τυχαία, παράνομη ή άνευ αδείας ενέργεια που οδηγεί σε καταστροφή, απώλεια, μεταβολή ή κοινοποίηση δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα ή σε παραχώρηση πρόσβασης σε αυτά
ΑΛΛΙΩΣ: παραβίαση προσωπικών δεδομένων .
παράγοντας κινδύνου (ουσ. αρσ.) Στοιχείο, συμπεριφορά ή πάθηση που προδιαθέτει ένα άτομο ή μία ομάδα να αναπτύξει μία ασθένεια ◆ Μπορεί να πρόκειται για στοιχείο περιβαλλοντικό, χημικό, ψυχολογικό, φυσιολογικό, γενετικό….
παραγωγικός βήχας (ουσ. αρσ.) Ο βήχας που παράγει βλέννα και συχνά συνοδεύεται από καταρροή. Μπορεί να είναι αποτέλεσμα λοίμωξης του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος ◆ Ο παραγωγικός βήχας μπορεί να είναι αποτέλεσμα λοίμωξης του κατώτερου αναπνευστικού συστήματος.
παραϊατρικό προσωπικό (ουσ. ουδ.) Προσωπικό με διάφορες ειδικότητες που παρέχει φροντίδες υγείας υπό επίβλεψη γιατρού ή ασχολείται με δραστηριότητες που έχουν στόχο την υποστήριξη της άσκησης της ιατρικής .
παραπληροφόρηση (ουσ. θηλ.) Η διάδοση αναληθών ή ανακριβών πληροφοριών και ειδήσεων που παραπλανούν τους αποδέκτες τους και η οποία γίνεται είτε από άγνοια είτε εσκεμμένα με σκοπό κάποιο όφελος .
παράσιτο (ουσ. ουδ.) Μικροοργανισμός του οποίου η επιβίωση εξαρτάται, τουλάχιστον για μία περίοδο του κύκλου ζωής του, από άλλο ζωντανό οργανισμό (τον ξενιστή) ◆ Τα παράσιτα, που μπορεί να είναι φυτά, ζώα ή μύκητες, χωρίζονται σε εξωπαράσιτα, που ζουν εξωτερικά του ξενιστή (π.χ. τσιμπούρια) και ενδοπαράσιτα, που ζουν μέσα στον ξενιστή (π.χ. ταινίες). Τα παράσιτα δεν είναι υποχρεωτικά επιβλαβή για τον ξενιστή, παρόλα αυτά, η υπερβολική ανάπτυξή τους μπορεί να προκαλέσει βλάβες, ακόμη και θάνατο.
παρηγορητικός -ή -ό (επίθ.) Βλ. παρηγορικός .
παρηγορικός -ή -ό (επίθ.) Που δεν θεραπεύει μία ασθένεια, αλλά βελτιώνει την ποιότητα της ζωής του πάσχοντα και των γύρω του ◆ Μπορεί να χαρακτηρίζει τη θεραπεία, τη φροντίδα, τη χρήση ενός φαρμάκου κλπ.
πάσχω (ρήμα, αμτβ.) Υποφέρω από κάποια ασθένεια
ΣΥΝ. νοσώ.
πεπλομερές (ουσ. ουδ.) Ακίδα από συγκεκριμένη πρωτεΐνη που διαθέτουν ορισμένοι ιοί και έχει εξειδίκευση ως προς τον υποδοχέα μέσω του οποίου προσκολλάται στα κύτταρα του ξενιστή .
περί Λοιμοκαθάρσεως διάταγμα (ουσ. ουδ.) (στην Κύπρο) Οποιοδήποτε από τα διατάγματα που εκδόθηκαν από τον Υπουργό Υγείας με βάση τον περί Λοιμοκαθάρσεως Νόμο (Κεφ. 260) και με αντικείμενο τον καθορισμό μέτρων για παρεμπόδιση της εξάπλωσης της πανδημίας COVID-19 ◆ Ένα διάταγμα περιλαμβάνει έναν ή περισσότερους κανονισμούς.
περιβάλλον (ουσ. ουδ.) Το σύνολο των εξωτερικών παραγόντων που μπορούν να επηρεάσουν το ξέσπασμα και/ή την εξέλιξη μίας επιδημίας
Βλ. και επιδημιολογικό τρίγωνο ◆
Το περιβάλλον περιλαμβάνει παράγοντες που επηρεάζουν την εμφάνιση και την εξάπλωση της νόσου, χωρίς να αποτελούν άμεσα μέρος του παθογόνου ή του ξενιστή. Για παράδειγμα, η θερμοκρασία σε μία δεδομένη τοποθεσία μπορεί να επηρεάσει την ικανότητα διάδοσης ενός ιού, την ποιότητα του πόσιμου νερού, την προσβασιμότητα των ιατρικών εγκαταστάσεων κλπ.
περιβαλλοντικά μέτρα (ουσ. ουδ., πληθ.) Μέτρα που παίρνονται για έλεγχο της διασποράς μίας μεταδοτικής νόσου και σχετίζονται με τον αερισμό, τον καθαρισμό και την απολύμανση των χώρων και των επιφανειών εργασίας, όπως και με τη διαχείριση απορριμμάτων και αποβλήτων .
περιθάλπω (ρήμα, μτβ.) Παρέχω περίθαλψη .
περίθαλψη (ουσ. θηλ.) Οργανωμένη παροχή κατάλληλης υγειονομικής βοήθειας ή φροντίδας υγείας σε άτομα που δεν μπορούν να φροντίσουν τον εαυτό τους, π.χ. σε ασθενείς .
περίοδος επώασης (ουσ. θηλ.) Ο χρόνος που απαιτείται ανάμεσα στη μόλυνση και στην εμφάνιση των συμπτωμάτων μίας ασθένειας
ΣΥΝ. σιωπηλό παράθυρο ◆
Στην περίπτωση του SARS-CoV-2, η περίοδος επώασης είναι από 2 έως 12 ημέρες. Κατά το διάστημα αυτό ο ασθενής δεν αναπτύσσει αντισώματα, ενώ παράλληλα τα διάφορα τεστ δεν μπορούν να εντοπίσουν τον ιό.
περιστασιακή επαφή (ουσ. θηλ.) Άτομο το οποίο είτε παρέμεινε στον ίδιο κλειστό χώρο, είτε είχε επαφή πρόσωπο με πρόσωπο με ασθενή με COVID-19 για διάστημα άνω των 15 λεπτών και/ή σε απόσταση μικρότερη των 2 μέτρων, είτε ταξίδεψε μαζί με ασθενή με COVID-19 σε οποιοδήποτε μεταφορικό μέσο Βλ. και στενή επαφή (σημ. 3).
περιστατικό (ουσ. ουδ.) Κρούσμα ◆ Αν και στην πράξη οι δύο όροι χρησιμοποιούνται ως συνώνυμοι, ορισμένοι προτιμούν να τηρούν τη διάκριση: «ένα κρούσμα ονομάζεται επεισόδιο ή περιστατικό τη στιγμή ακριβώς που εμφανίζει για πρώτη φορά τα συμπτώματα της νόσου» [106].
πηγή (μόλυνσης) (ουσ. θηλ.) Ζωικός οργανισμός, παθητικός φορέας ή άβιο μολυσμένο μέσο μέσω του οποίου μία νόσος μεταδίδεται στον ξενιστή .
πιθανό κρούσμα (ουσ. ουδ.) Ύποπτο κρούσμα για το οποίο απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση είτε επειδή υπάρχει επιδημιολογική σύνδεση (π.χ. επαφή με επιβεβαιωμένο κρούσμα) είτε επειδή η μέθοδος ανίχνευσης που χρησιμοποιήθηκε δεν ήταν αρκετά ειδική ή ευαίσθητη και το αποτέλεσμα παρέμεινε αδιευκρίνιστο
Βλ. και ορισμός κρούσματος ◆
Κατά την έναρξη της COVID-19 πιθανό κρούσμα θεωρήθηκε κάθε: · Ασθενής με οξεία νόσο του αναπνευστικού συστήματος (ξαφνική εμφάνιση τουλάχιστον ενός από τα ακόλουθα: βήχας, πυρετός, δύσπνοια) ΚΑΙ χωρίς άλλη αιτιολογία που να εξηγεί πλήρως την κλινική παρουσίαση ΚΑΙ με ιστορικό ταξιδιού ή διαμονής σε μία χώρα / περιοχή με τοπική ή κοινοτική μετάδοση COVID-19 κατά τη διάρκεια των 14 ημερών πριν από την εμφάνιση συμπτωμάτων. · Ασθενής με οποιαδήποτε οξεία αναπνευστική νόσο που είχε έρθει σε στενή επαφή με επιβεβαιωμένο ή πιθανό κρούσμα COVID-19 κατά τις τελευταίες 14 ημέρες πριν από την έναρξη των συμπτωμάτων. · Ασθενής με σοβαρή οξεία αναπνευστική λοίμωξη (πυρετός και τουλάχιστον μία ένδειξη/σύμπτωμα αναπνευστικής νόσου) ΚΑΙ ανάγκη για νοσηλεία ΚΑΙ χωρίς άλλη αιτιολογία που να εξηγεί πλήρως την κλινική παρουσίαση.
πιστοποιητικό εργαστηριακού ελέγχου (ουσ. ουδ.)
Βλ. υγειονομικό διαβατήριο ◆
Προς το παρόν, ο όρος εμφανίζεται στα ΜΜΕ, αλλά η χρήση του σε σχέση με την πανδημία COVID-19 δεν τεκμηριώνεται σε επίσημες πηγές.
πληροφοριοδημία (ουσ. θηλ.) Ταχεία διάδοση δυσάρεστων και κατά κανόνα ανακριβών πληροφοριών και παραπλανητικών ειδήσεων, που συνήθως γίνεται από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και εντείνει το άγχος του κοινού
ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Μετάφραση του αγγλικού όρου infodemic, που θεωρείται ότι δημιουργήθηκε από τον D. Rothkopf, με αφορμή την πανδημία του 2003[98]
ΣΥΝ. φημοδημία ◆
Ο όρος κυκλοφόρησε ευρύτερα στα μέσα μαζικής ενημέρωσης και στα κοινωνικά μέσα μετά την αναφορά του ΠΟΥ στις διαδόσεις σχετικά με την εξάπλωση του COVID-19.
πλήρωμα ασθενοφόρου (ουσ. ουδ.) Προσωπικό από διασώστες με διάφορες ειδικότητες που επανδρώνει τα ασθενοφόρα .
πνευμονία (ουσ. θηλ.) Σοβαρή λοίμωξη στους πνεύμονες που προκαλείται από βακτήρια, ιούς ή μύκητες και μπορεί να γίνει απειλητική για τη ζωή του ασθενούς ◆ H λοιμώδης πνευμονία παραμένει ένα πρόβλημα σημαντικής νοσηρότητας σε παγκόσμιο επίπεδο. Η επίπτωσή της δεν έχει μειωθεί τις τελευταίες δεκαετίες, παρά τη χρήση ισχυρών αντιβιοτικών, ενώ οι ασθενείς που ανένηψαν και εξήλθαν του νοσοκομείου τελούν υπό υψηλό κίνδυνο υποτροπής και επανεισαγωγής, συχνά με σοβαρότερο νόσημα [46].
ποδαψία (ουσ. θηλ.) Χαιρετισμός που γίνεται με άγγιγμα των ποδιών, ώστε να αποφεύγεται η επαφή των χεριών μέσω της οποίας μπορεί να μεταδοθεί ένα παθογόνο ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Νεολογισμός που δημιουργήθηκε κατά το χειραψία .
Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου (κύριο όνομα) Νομοθέτημα για τη διαχείριση μίας απρόβλεπτης και εξαιρετικά επείγουσας κατάστασης, το οποίο θεσπίζεται με πρόταση του Υπουργικού Συμβουλίου και υπογράφεται από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Η ΠΝΠ έχει ισχύ νόμου κατά παράβαση της νομοθετικής διαδικασίας, δηλαδή χωρίς να έχει ψηφισθεί από την βουλή, και για αυτόν τον λόγο έχει περιορισμένη χρονική ισχύ, π.χ. έναν μήνα, κατά την οποία κατακυρώνεται με νόμο, δηλαδή ψηφίζεται στη βουλή
ΑΛΛΙΩΣ: ΠΝΠ ◆
Η πρώτη Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου για τα "Κατεπείγοντα μέτρα αποφυγής και περιορισμού της διάδοσης κορωνοϊού" δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, ΦΕΚ Α 42/25.02.2020 [62].
προ κορονοϊού (φράση) Ορόσημο περιοδολόγησης του 21ου αιώνα, που αναφέρεται στην εμφάνιση της πανδημίας που προκάλεσε ο κορονοϊός SARS-CoV-2 το 2019 ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ: Νεολογισμός ◆ Χρησιμοποιείται συνήθως ως άκλιτο επίθετο για να προσδιορίσει ουσιαστικά όπως εποχή, ζωή, κόσμος, κανονικότητα κλπ.
προδημοσίευση (ουσ. θηλ.) Δημοσίευση που γίνεται πρόχειρα, πριν από την αξιολόγηση από τους ειδικούς, και επιτρέπει σε έναν ερευνητή να κατοχυρώσει την ιδέα του, να ζητήσει ανατροφοδότηση ή να ξεκινήσει νέες συνεργασίες ◆ Η επείγουσα ανάγκη ενημέρωσης για την πανδημία Covid-19 οδήγησε σε μεγάλο αριθμό προδημοσιεύσεων, με αποτέλεσμα να αυξηθεί και ο κίνδυνος παραπληροφόρησης εξαιτίας της κυκλοφορίας ψευδών και/ή παραπλανητικών πληροφοριών.
προληπτική νοσηλεία (ουσ. θηλ.) Νοσηλεία που αποφασίζεται για άτομα που δεν την χρειάζονται άμεσα λόγω της κατάστασης της υγείας τους, αλλά επειδή, αν νοσήσουν ή αν έχουν σοβαρές επιπλοκές από μία νόσο, πρέπει να έχουν άμεσα ολοκληρωμένη φροντίδα, συνήθως λόγω εύθραυστης υγείας .
πρόληψη (ουσ. θηλ.) 1.(γενικά στην ιατρική) Σύνολο ενεργειών και συμπεριφορών που έχουν στόχο την αντιμετώπιση των αιτιών που θα μπορούσαν να προκαλέσουν την εμφάνιση μίας νόσου. 2.(κατά την πανδημία COVID-19 στην Ελλάδα) Το σύνολο των δράσεων και μέτρων που στοχεύουν στην απόλυτη αποφυγή των δυνητικών επιπτώσεων των κινδύνων και στην ελαχιστοποίηση των φυσικών, τεχνολογικών καταστροφών και λοιπών απειλών [89] ◆ Ο καλύτερος τρόπος για πρόληψη των λοιμώξεων είναι μέσω εμβολιασμών [59].
προσαρμοστική θεραπευτική κλινική δοκιμή Κλινική δοκιμή που τροποποιείται ανάλογα με την ανταπόκριση των ασθενών, ακολουθώντας ένα πρωτόκολλο που έχει προκαθοριστεί ειδικά για τον σκοπό αυτό ◆ Οι μελέτες αυτές γίνονται με βάση συγκεκριμένες οδηγίες από τις εγκριτικές αρχές (FDA, ΕMA).
προσβάλλω (ρήμα, μτβ.) (για ασθένεια) Κάνω κάποιον οργανισμό να νοσήσει, να αναπτύξει μία νόσο και να παρουσιάσει συμπτώματα .
προσβολή (ουσ. θηλ.) 1.Γεγονός ή δράση που προέρχεται από κάποιο παθογόνο παράγοντα και προκαλεί βλάβη στην υγεία. 2.Μόλυνση από συγκεκριμένο παθογόνο .
πρόσθετες προφυλάξεις (ουσ. θηλ., πληθ.) Οι προφυλάξεις που παίρνονται στο νοσοκομείο, εκτός από τις βασικές, και έχουν στόχο τη διακοπή της μετάδοσης μίας μολυσματικής νόσου .
προσυμπτωματικός -ή -ό (επίθ.) (για φάση μίας ασθένειας) Που προηγείται της εμφάνισης συμπτωμάτων Βλ. και συμπτωματικός -ή -ό.
προσωπίδα (ουσ. θηλ.) Διάφανο κάλυμμα για ολόκληρο το πρόσωπο που χρησιμοποιείται για προστασία από την εισπνοή παθογόνων που αιωρούνται στον αέρα .
προσωπική υγιεινή (ουσ. θηλ.) Σύνολο από πρακτικές, κανόνες και συνήθειες καθαριότητας που έχουν σκοπό τη διατήρηση της καλής κατάστασης υγείας του ατόμου και την αποφυγή της μετάδοσης ασθενειών .
προφυλακτική αγωγή (ουσ. θηλ.) Αγωγή που παίρνει κάποιος προληπτικά, για να μην νοσήσει σε περίπτωση που θα έρθει σε επαφή με θετικό κρούσμα της νόσου
ΣΥΝ. προφυλακτική θεραπεία.
προφυλάξεις απομόνωσης (ουσ. θηλ., πληθ.) Οι προφυλάξεις που παίρνονται στο νοσοκομείο με στόχο την πρόληψη της εξάπλωσης μίας μολυσματικής νόσου με απομόνωση των ασθενών ◆ Μέρος των προφυλάξεων αυτών είναι η σηματοδότηση των δωματίων των ασθενών, η μείωση του επιτρεπτού αριθμού των επισκεπτών και του προσωπικού που εισέρχονται στο δωμάτιο και η χρήση ΠΠΕ.
προφυλάξεις επαφής (ουσ. θηλ., πληθ.) Οι προφυλάξεις που παίρνονται στο νοσοκομείο, εκτός από τις βασικές, σχετικά με το πώς γίνεται η επαφή με τους ασθενείς, ώστε να περιορίζεται η εξάπλωση μίας μολυσματικής νόσου μέσω επαφής .
προφυλάξεις σταγονιδίων (ουσ. θηλ., πληθ.) Οι προφυλάξεις που παίρνονται στο νοσοκομείο, εκτός από τις βασικές, ώστε να περιορίζεται η εξάπλωση μίας μολυσματικής νόσου μέσω σταγονιδίων ◆ O ασθενής τοποθετείται σε προφυλάξεις σταγονιδίων όταν έχει λοίμωξη από μικρόβια που μπορούν να μεταδοθούν με την ομιλία, το φτέρνισμα ή τον βήχα. Οι επισκέπτες του πρέπει να φοράνε μάσκα.
πρώτη γραμμή (ουσ. θηλ.) Θέση ορισμένων κατηγοριών πολιτών οι οποίοι, λόγω της εργασίας τους, βρίσκονται συνεχώς σε κίνδυνο μόλυνσης ◆ Η έννοια είναι δανεισμένη από τη στρατιωτική ορολογία, στην οποία πρώτη γραμμή, σε περίοδο πολέμου, ονομάζεται το τμήμα του στρατού που βρίσκεται πιο κοντά στον εχθρό. Την περίοδο της πανδημίας COVID-19, ο όρος χρησιμοποιήθηκε για να προσδιορίσει λέξεις όπως προσωπικό, άνθρωποι, ήρωες, μαχητές κλπ., με αναφορά κυρίως σε εργαζόμενους στον χώρο της υγείας (νοσηλευτές, γιατρούς και προσωπικό καθαριότητας), χωρίς να επεκταθεί σε κατηγορίες όπως το διοικητικό προσωπικό των νοσοκομείων, οι οδοκαθαριστές, οι μεταφορείς ή οι εργαζόμενοι σε καταστήματα τροφίμων.
πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας (ουσ. θηλ.) Το σύνολο των υπηρεσιών και ιατρικών πράξεων για την παροχή των οποίων δεν απαιτείται παραμονή του ασθενούς στο νοσοκομείο ή σε ανάλογο κέντρο νοσηλείας .
πρωτογενές κρούσμα (ουσ. ουδ.) Άτομο που εκτέθηκε άμεσα στην πηγή μίας μεταδοτικής ασθένειας .
πρωτόκολλο (ουσ. ουδ.) Τυποποιημένο σύνολο από οδηγίες και κανόνες που πρέπει να ακολουθούνται για την εκτέλεση μίας λειτουργίας ή διαδικασίας .
πτητικότητα (ουσ. θηλ.) Η ιδιότητα που καθορίζει πόσο γρήγορα εξατμίζεται μία ουσία με φυσικό τρόπο υπό κανονικές συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας .